Η πρόωρη δοκιμασία της νέας γερμανικής κυβέρνησης με τη Ρωσία

Της Liana Fix

Η πολιτική της νέας γερμανικής κυβέρνησης για τη Ρωσία δεν θα μπορούσε να έχει πιο δύσκολη έναρξη. Μόλις μια εβδομάδα μετά την ορκωμοσία της Annalena Baerbock ως υπουργός Εξωτερικών, έπρεπε να απελάσει δύο Ρώσους διπλωμάτες, καθώς δικαστήριο του Βερολίνου βρήκε έναν πράκτορα της ρωσικής FSB ένοχο για “δολοφονία με κρατικό συμβόλαιο” το 2019 στο πάρκο Tiergarten στο κέντρο της πόλης. Στο μεταξύ, πολλές από τις συναντήσεις του νέου Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς αυτή την πρώτη εβδομάδα ήταν τουλάχιστον εν μέρει αφιερωμένες στην άνευ προηγουμένου συσσώρευση στρατευμάτων της Ρωσίας στα σύνορα της Ουκρανίας και στην αντίδραση της Ευρώπης.

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Μόσχα δοκιμάζει τις ικανότητες του διαδόχου της για πολλά χρόνια καγκελαρίου Μέρκελ -και την ετοιμότητα της ΕΕ να παραμείνει σταθερή στην Ανατολική της Γειτονιά. Η συγκυρία είναι τέλεια για τη ρωσική ηγεσία να υποβιβάσει την ΕΕ στο πίσω κάθισμα των συνομιλιών για την ευρωπαϊκή ασφάλεια: ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός μόλις δημιουργήθηκε στο Βερολίνο, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν ετοιμάζεται για την επανεκλογή του την Άνοιξη και προσφάτως καθιερώθηκε ένα απευθείας διμερές κανάλι επικοινωνίας μεταξύ ηΠΑ-Ρωσίας, για τις συζητήσεις στρατηγικής σταθερότητας. Το Σχήμα της Νορμανδίας (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ουκρανία) υπέστη ένα σημαντικό πλήγμα τον προηγούμενο μήνα όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας έδωσε στη δημοσιότητα απόρρητα γράμματα που είχε ανταλλάξει με Γερμανούς και Γάλλους διπλωμάτες.

Η Μόσχα επωφελείται από την κατάσταση και απαιτεί να συζητήσει για την ευρωπαϊκή ασφάλεια απευθείας με τις ΗΠΑ, ως τον μόνο παράγοντα που η ρωσική ηγεσία λαμβάνει σοβαρά υπόψη και αισθάνεται ισοδύναμο -γνωρίζοντας πολύ καλά ότι προτεραιότητα της Ουάσιγκτον είναι η Κίνα.

Η δημοσίευση μιας προτεινόμενης συνθήκης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας που συντάχθηκε από τη Μόσχα, συμπεριλαμβανομένων μιας σειράς μη ρεαλιστικών απαιτήσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή ασφάλεια, εγείρει αμφιβολίες για την σοβαρότητα της Ρωσίας σχετικά με τη συζήτηση, ειδικά δεδομένου του φόντου της ανοιχτής στρατιωτικής απειλής για την Ουκρανία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παραδοσιακή προσέγγιση της Γερμανίας στις σχέσεις με τη Μόσχα, γίνονται όλο και πιο δύσκολο να επιδιωχθεί, ιδιαίτερα σε έναν τριμερή συνασπισμό με αποκλίνουσες προσεγγίσεις έναντι της Ρωσίας.

Παρά τις παραβιάσεις της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας από τη Ρωσία, η Γερμανία ήταν πάντα ένας υποστηρικτής της συνέχισης των σχέσεων με τη Μόσχα. Αν και οι προτάσεις του τότε προέδρου της Ρωσίας Dmitry Medvedev για μια νέα ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας από το 2009, αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό, η Μέρκελ και ο σύμβουλος της στην εξωτερική πολιτική Christoph Heusgen, επινόησαν την πρωτοβουλία Meseberg ως απάντηση. Όταν έγιναν αναγκαία τα αποτρεπτικά μέτρα, η Γερμανία υποστήριξε τον σεβασμό των υφιστάμενων συμφωνιών, όπως την Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας του 1997, και προτίμησε να τοποθετήσει εκ περιτροπής στρατεύματα αντί για μόνιμα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ της Αν. Ευρώπης.

Αυτή η προσέγγιση προκαλούσε συχνά απογοήτευση στους ανατολικούς γείτονες, των οποίων οι προειδοποιήσεις εν όψει του πολέμου του 2008 στη Γεωργία, της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014 και του πολέμου στο Ντονμπάς, θεωρήθηκαν ως αστήριχτες προφητείες καταστροφής από το Βερολίνο -μέχρι το εφιαλτικό “ξύπνημα” του 2014. Η υποτίμηση της προθυμίας της Ρωσίας να δράσει στρατιωτικά, δεν είναι ένα λάθος που η Γερμανία θα κάνει δύο φορές. Αλλά τώρα της λείπει ο ομόλογος για τη διπλωματική δέσμευση που είχε στο παρελθόν, καθώς η Μόσχα δεν δείχνει καμία προθυμία να εμπλακεί σε συζητήσεις με το Βερολίνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Την ίδια στιγμή, η νέα-παλιά ρωσική πολιτική του νέου γερμανικού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και των Πρασίνων, βρίσκεται ακόμη σε στάδιο διαμόρφωσης και αποτυπώνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις των τριών κομμάτων. Μετά από έντονες συζητήσεις για την καλύτερη προσέγγιση προς τη Ρωσία (μεταξύ της κανονιστικής προσέγγισης που υποστηρίζεται από τους Πράσινους και σε κάποιο βαθμό από τους Φιλελεύθερους, και της προσέγγισης με προσανατολισμό τη δέσμευση που υποστηρίζεται από τους Σοσιαλδημοκράτες), βρέθηκε μια λύση που φαινόταν ικανοποιητική σε όλους.

Ενώ εξακολουθεί να είναι πιο έντονη από τη γλώσσα των προηγούμενων συμφωνιών συνασπισμού, συνεχίζουν να υπάρχουν ορισμένες διαφορές. Η εστίαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και η απόρριψη του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 από τους Πράσινους είναι δύσκολο να συνυπάρει με την κληρονομιά του Ostpolitik του Βίλι ΜΠραντ των Σοσιαλδημοκρατών και της στήριξης για τον αγωγών. Επιπλέον, το ζήτημα μιας αξιόπιστης πολιτικής ασφάλειας προς τη Ρωσία, παραμένει στο τραπέζι. Ο ηγέτης των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ έχει δεχθεί σκληρή κριτική για τη στήριξη του στις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία. Αν και οι Πράσινοι έχουν μετακινηθεί στο κέντρο σε ό,τι αφορά στην πολιτική της ασφάλειας, ο σκεπτικισμός για την παραδοσιακή έννοια της αποτροπής παραμένει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών. Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο αγωγός Nord Stream 2 σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, θα είναι το υπέρτατο τεστ για τον νέο συνασπισμό, για να αποδείξει ότι η πολιτική της απέναντι στη Ρωσία είναι κάτι περισσότερο από άθροισμα των μερών.

Στα δύο τελευταία χρόνια, η Μόσχα έχει καταφέρει να ενισχύσει τη θέση της στη γειτονιά, ιδιαίτερα στη Λευκορωσία και στο Νότιο Καύκασο, και να θέσει την ευρωπαϊκή αγορά αερίου υπό σημαντική πίεση. Τώρα, στην 30ή επέτειο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική ηγεσία προσπαθεί να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της για επιρροή στην Ουκρανία. Η Γερμανία και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού θα πρέπει να υιοθετήσουν την παραδοσιακή προσέγγιση εμπλοκής του Βερολίνου, για να δώσουν μια αξιόπιστη απάντηση στις στρατιωτικές απειλές της Ρωσίας.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegiemoscow.org/commentary/86075