Ενδιάμεσες εκλογές: Τι θα αλλάξει στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Αθανάσιος Πλατιάς

Κανείς σύμμαχος των ΗΠΑ δεν έχει ξεχάσει πως η πολιτική «America first» εκτροχίασε τις σχέσεις των ΗΠΑ με βασικούς συμμάχους τους την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ

Οι ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ αποτελούν κατά παράδοση ένα δημοψήφισμα για το κόμμα που κυβερνά, το οποίο συνήθως χάνει τις εκλογές, ειδικά όταν δεν πάει καλά η οικονομία. Στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία κυριάρχησαν ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, όπως η εκτίναξη του πληθωρισμού που βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων σαράντα χρόνων, η απαγόρευση των αμβλώσεων, η εγκληματικότητα και η μετανάστευση.

Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν απασχόλησαν την προεκλογική εκστρατεία. Το αποτέλεσμα των εκλογών, στις οποίες αναμένεται να κυριαρχήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική, αφού θα καταστεί σχεδόν αδύνατο για την προεδρία Μπάιντεν να προωθήσει την νομοθετική της ατζέντα σε ένα πολωμένο Κογκρέσο. Στην εξωτερική πολιτική οι επιπτώσεις θα είναι μικρότερες, αλλά υπαρκτές.

Διαχείριση εντυπώσεων

Η κύρια επίπτωση, συνέπεια της αναμενόμενης νίκης των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο, θα έχει να κάνει με την διαχείριση των εντυπώσεων που θα δημιουργηθούν σε συμμάχους  των ΗΠΑ, ότι δηλαδή ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, ή κάποιος άλλος Ρεπουμπλικανός τύπου Τραμπ, είναι πολύ πιθανό να επιστρέψει σε δύο χρόνια στην προεδρία των ΗΠΑ.

Αυτό θα γίνει ακόμη πιο ορατό  όταν ο ίδιος ο Τραμπ θέσει τις επόμενες μέρες  υποψηφιότητα για την προεδρία, εκμεταλλευόμενος την δυναμική του επιτυχημένου εκλογικού αποτελέσματος.

Κατά συνέπεια, πολλοί από τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ασία/ Ωκεανία (πχ. Ιαπωνία, Νότιο Κορέα, Αυστραλία) θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την προεδρία Μπάιντεν ως μεταβατική που δεν θα μπορεί να αναλαμβάνει μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.

Ενδέχεται επίσης παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους λαμβάνοντας υπόψη ότι μια μελλοντική προεδρία τύπου Τραμπ είναι εξαιρετικά πιθανό υποβαθμίσει την σημασία των συμμαχιών στην αμερικανική εξωτερική της πολιτική υιοθετώντας στοιχεία απομονωτισμού.

Κανείς σύμμαχος των ΗΠΑ δεν έχει ξεχάσει πως η πολιτική «America first» εκτροχίασε τις σχέσεις των ΗΠΑ με βασικούς συμμάχους τους την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ (Σύμφωνα με τον  τότε σύμβουλο εθνικής ασφάλειας John Bolton, ο πρόεδρος Τραμπ προετοίμαζε την έξοδο την ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ).

Η πολιτική απέναντι στην Κίνα

Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πάντως απέναντι στην Κίνα, τον σημαντικότερο στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, δεν αναμένεται να αλλάξει από την αναμενόμενη νίκη των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο. Η στρατηγική σταδιακής  οικονομικής απεμπλοκής (selective disengagement ) και ανάσχεσης  που εφαρμόζει η κυβέρνηση Biden έχει την ισχυρή υποστήριξη και των δύο παρατάξεων  στο Κογκρέσο.

Το Πεκίνο, βέβαια, έχει λόγους να ανησυχεί  ότι ένα Κογκρέσο που ελέγχεται από Ρεπουμπλικάνους είναι πιθανό  να προωθήσει νομοθεσία που φέρνει πιο κοντά τις ΗΠΑ στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας  της Ταϊβάν, κάτι που για τους Κινέζους αποτελεί «κόκκινη γραμμή» και ενέχει κίνδυνο κλιμάκωσης.

Επίσης θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ένα ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο να ξεκινήσει εξεταστικές επιτροπές για  τις ευθύνες της Κίνας στην εξάπλωση της πανδημίας Covid, πράγμα που θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις μεταξύ των δύο γεωπολιτικών ανταγωνιστών.

Η Ουκρανία

Ούτε η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ουκρανία αναμένεται να αλλάξει σημαντικά. Ενδεχομένως η παροχή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στο Κιέβο να καταστεί πιο δύσκολη και να αρχίσει να δίνεται υπό όρους και προϋποθέσεις, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σήμερα. Υπενθυμίζουμε ότι για να εξακολουθήσει να λειτουργεί η κυβέρνηση της Ουκρανίας χρειάζεται οικονομική βοήθεια της τάξεως των τεσσάρων δις δολαρίων τον μήνα.

Έτσι όταν τον περασμένο Μάιο η κυβέρνηση Μπάιντεν έφερε πρόταση για παροχή βοήθειας σαράντα δις δολαρίων στην Ουκρανία, μια δυναμική ομάδα 57 Ρεπουμπλικάνων την καταψήφισε. Όσο ο πόλεμος θα μακραίνει και όσο θα αυξάνει το ποσοστό των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων που θα αντιτίθεται στην υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται για την κυβέρνηση Μπάιντεν να εξασφαλίζει από το Κογκρέσο την χρηματοδότηση του πολέμου.

Ήδη πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα ποσοστό 48% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων θεωρεί υπερβολική την παρεχόμενη υποστήριξη στην Ουκρανία και το ποσοστό αυτό αυξάνει μήνα με το μήνα.

Εκεί που η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κογκρέσο θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι στον εκτροχιασμό της προσπάθειας που κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν να αναβιώσει την συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η προσπάθεια αυτή δεν έχει πλέον ελπίδα να τελεσφορήσει.

Τα ελληνοτουρκικά

Όσον αφορά τα ζητήματα της περιοχής μας, δεν αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική την επόμενη διετία. Μια αρνητική επίπτωση είναι πάντως ορατή: θα πρέπει να θεωρείται πλέον πιθανό να τελεσφορήσει η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να περάσει από την Γερουσία την πρότασή της για την έγκριση αγοράς και εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών F16 από την Τουρκία, πράγμα που θα δυσκολέψει τις προσπάθειες της Ελλάδας να διατηρήσει ποιοτική υπεροχή στον αέρα έναντι της Τουρκίας.

Τέλος, είναι βέβαιο ότι ο έλεγχος του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους θα τους επιτρέψει να δρομολογήσουν πρωτοβουλίες αποδόμησης της εικόνας του προέδρου Μπάιντεν και του επιτελείου του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Υπενθυμίζω ότι στις εκλογές του 2020 ο υποψήφιος τότε πρόεδρος Μπάιντεν είχε με επιτυχία οικοδομήσει το προφίλ του έμπειρου και συνετού πολιτικού με ειδικότητα στην διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η εικόνα ερχόταν τότε σε αντίθεση με την εν πολλοίς αντιφατική και χαοτική συμπεριφορά του προέδρου Τραμπ σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής .

Όμως η χαοτική και ασυντόνιστη αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν και η θριαμβευτική είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ τραυμάτισε τόσο την εικόνα του προέδρου Μπάιντεν όσο και των ΗΠΑ πράγμα που οι Ρεπουμπλικάνοι σκοπεύουν τώρα πλέον να εκμεταλλευτούν συστήνοντας εξεταστικές επιτροπές με σκοπό να αποδοθούν ευθύνες στους άμεσους συνεργάτες του Προέδρου σε ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Αυτό θα αποδυναμώσει όχι μόνο τον Πρόεδρο, αλλά και την βασική του ομάδα στα Υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.

Εικόνα αδυναμίας

Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση Μπάιντεν ενώ δεν θα χάσει τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής μετά τις ενδιάμεσες εκλογές θα εκπέμπει στο εξωτερικό μια εικόνα αδυναμίας. Τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ θα θεωρήσουν την επόμενη διετία ως ένα μεταβατικό μεσοδιάστημα που θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση Ρεπουμπλικάνων με πιθανό πρόεδρο τον Τραμπ, η κάποιον τύπου Τραμπ.

* Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι Καθηγητής Στρατηγικής, τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

ot.gr