Για σερφ στην Τήνο, αρχές Σεπτέμβρη

Το νερό άλλαζε για πρώτη φορά όψη ύστερα από τρεις μήνες καλοκαιριού κι έδειχνε τα δόντια του. Τα κύματα μύριζαν χειμώνα. Φωτογραφίες του Δημήτρη Καραΐσκου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ*

Τήνος, αρχές Σεπτέμβρη, και ο καιρός είχε αλλάξει απότομα. Οι τελευταίοι επισκέπτες του νησιού έφευγαν σιγά σιγά, ο βοριάς έμοιαζε να έρχεται από κάπου πολύ μακριά, βόρεια και παγωμένα, ίσως από τη Μαύρη Θάλασσα. Το νερό άλλαζε για πρώτη φορά όψη μετά τρεις μήνες καλοκαιριού κι έδειχνε τα δόντια του. Τα κύματα μύριζαν χειμώνα.

Φτάσαμε απόγευμα στην παραλία κι είδαμε τη φουσκοθαλασσιά να αφρίζει. Ο αέρας λυσσομανούσε κι είπαμε να περιμένουμε μήπως κοπάσει. Oταν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου κρύφτηκαν πίσω από την πλαγιά του βουνού ο αέρας έπεφτε και γραμμές από τέλεια και μεγάλα κύματα άρχισαν να σχηματίζονται μέσα στο ημίφως. Eνα λεπτό μετά είμαστε στα ανοιχτά και βλέπουμε το επόμενο σετ να έρχεται από τον ορίζοντα, σαν στρατιά από αφηνιασμένα άλογα. «Κάνε κουπί γιατί θα μας φάνε!», μου φωνάζει ο φίλος μου και αρχίζουμε να κωπηλατούμε προς τα βαθιά, εκεί όπου, ελπίζαμε, το κύμα, δεν θα έχει σκάσει ακόμα.

Δεν προλάβαμε κι ένα τρίμετρο υδάτινο βουνό προσγειώθηκε πάνω μας. Μέσα στο σκοτάδι και την αναμπουμπούλα βρέθηκα ξαφνικά να μην καταλαβαίνω πού βρίσκεται ο ουρανός και πού η γη. Αφησα τον εαυτό μου ελεύθερο, αφέθηκα στο «πλυντήριο» – ξέροντας πως σε λίγο θα αναδυθώ στην επιφάνεια και θα πάρω ανάσα.

Ξαπλώνω πάλι στο σανίδι και πάω να πάρω θέση εκ νέου. Τα κύματα πια ήταν τέλεια. Η όψη τους μέσα στο ημίφως ήταν σαν σκούρο γυαλί με λάμψεις από το φεγγάρι. Δεύτερη προσπάθεια. «Eνα κύμα, έστω ένα, και βγαίνω, ένα κύμα για να βγω». Το βλέμμα μου συναντάει αυτό του φίλου που γελάει σατανικά φωνάζοντας «Φοβάσαι Μήτσο, φοβάσαι;».

Το γέλιο του το παίρνει ο αέρας και τη θέση του παίρνει ένας ήχος από καταρράκτη. Βλέπω μια μεγάλη σκιά να υψώνεται. Παίρνω θέση, η σκιά με σπρώχνει, η ώθηση είναι μεγάλη, σε κάνει να νιώθεις μικρός κι ανάλαφρος, λες και ξαφνικά δεν υπάρχει βαρύτητα, αλλά επικρατούν άλλοι νόμοι. Oταν πατάω όρθιος πάνω στο σανίδι, υπάρχει μπροστά από τα πόδια μου μια υδάτινη κατηφόρα. Σκύβω για να κρατήσω την ισορροπία μου, η κατηφόρα γίνεται τοίχος, προσπαθώ να στρίψω αλλά πέφτω στο νερό. Η πτώση γίνεται απότομα και δεν έχω προλάβει να πάρω αναπνοή. Λέω στον εαυτό μου «τώρα ηρέμησε – θα σε ξαναβγάλει έξω σε λίγα δευτερόλεπτα». Αυτή τη φορά όμως δεν έχω πολλή ανάσα. Στροβιλίζομαι στον βυθό και σε λίγο αναδύομαι στην επιφάνεια, κι εκεί έρχεται πάνω μου το επόμενο κύμα. Πίνω νερό, βρίσκομαι ξανά στο «πλυντήριο», δεν έχω ανάσα. Αρχίζω μέσα μου και γελάω, η αναπνοή μου τελειώνει, ακούω γέλια, εγώ γελάω, σκεπτόμενος

«Ωχ, την πατήσαμε!». Και το γέλιο μου ενώνεται με άλλα γέλια. Εχω μια εικόνα, θολή, αλλά ζωντανή κάπου στο μυαλό μου – ίσως να την κατασκεύασα κιόλας, στην πορεία. Μια φωνή να μου λέει: «Πόσο στα σοβαρά το είχες πάρει όλο αυτό!». Είναι λες και τελείωσε η ζωή μου, και με περιμένουν, σαν σε πάρτι γενεθλίων-έκπληξη, όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους κάποτε συνδέθηκα.

Σε κατάσταση ναυτίας, εξάντλησης και περίεργης μέθης κρατιέμαι από το σανίδι και το κύμα με βγάζει στην ακτή. Ακούω ακόμα τα γέλια, νιώθω ζαλάδα, δεν ξέρω πόση ώρα μου παίρνει για να ξαναβρώ την αναπνοή μου. Διψάω, θέλω να πιω νερό, προσπαθώ να σηκωθώ να πάω προς την καντίνα. Βλέπω κάτι να κινείται στη θάλασσα με την άκρη του ματιού μου. Γυρνάω και βλέπω τον φίλο μου να πιάνει ένα τέλειο κύμα μέσα στο σκοτάδι. Το φεγγάρι ίσα ίσα τον κάνει να φαίνεται πάνω στην κρυστάλλινη όψη του νερού, που σκίζεται από μια λεπτή άσπρη γραμμή.

Δυο-τρεις μέρες μετά ξαναβρέθηκα στην ίδια παραλία, με το απωθημένο να πιάσω ένα καλό κύμα όσο κρατάει αυτό το φθινοπωρινό μελτέμι. Και το κύμα εκείνο το απόγευμα ήταν 1,5 μέτρο ύψος, εύκολο, και μπορούσε να σε τσουλήσει για περίπου 200 μέτρα από τη βόρεια ώς τη νότια άκρη της παραλίας. Τσούλησα πάνω του και το ένιωσα κάτω από τα πόδια μου να σπρώχνει και να απομακρύνεται, λες και καβάλαγα τη ράχη ενός ζώου που τρέχει.


Το νερό άλλαζε για πρώτη φορά όψη ύστερα από τρεις μήνες καλοκαιριού κι έδειχνε τα δόντια του. Τα κύματα μύριζαν χειμώνα. Φωτογραφίες του Δημήτρη Καραΐσκου.

To χαμόγελο

Το φεγγάρι είχε βγει ξανά και η διαδρομή πάνω στο νερό δεν είχε σταματήσει ακόμα. Eνιωθα ένα παιδικό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. Μετακινούμουν όρθιος πάνω στο νερό, και γύρω μου έβλεπα τα κοφτερά βράχια της Κολυμπήθρας, πίσω από την ακτή τον ατέλειωτο κάμπο της και από πίσω τη γραμμή του ορίζοντα, προς το βόρειο Αιγαίο. Ηταν λες και πέταγα, σε χαμηλή ταχύτητα, και πλαγίως, πάνω από το νερό, μέσα στο βραδινό τοπίο. Χωρίς βάρος, με μια χαρά που είχα να νιώσω από παιδί.

Οταν το κύμα τελείωσε, περπάτησα στην άμμο νιώθοντας λες και πετάγεται ηλεκτρική ενέργεια από τα άκρα μου. Λίγες ώρες μετά, ξάπλωνα στο κρεβάτι μου κι ένιωθα πως το κεφάλι μου ακτινοβολεί στο σκοτάδι. Ηταν λες και με κάποιο τρόπο το κύμα βρισκόταν ακόμα κάτω από τα πόδια μου, ζωντανό, ή λες και είχε μπει κάπως στο σώμα μου. Εκλεινα τα μάτια μου να κοιμηθώ κι έβλεπα μπροστά μου το μετείκασμα των υδάτινων γραμμών. Προσπαθώντας τον επόμενο καιρό να αναλύσω τι συνέβη στις δυο αυτές εμπειρίες που είχα, σκέφτηκα πως ίσως ήταν φευγαλέες εικόνες του θανάτου και της αθανασίας. Και ο θάνατος κι η αθανασία (όπως το κύμα και εγώ, όπως ο απόλυτος έλεγχος και το απόλυτο χάσιμο του ελέγχου, ή ο φόβος κι η ηδονή) έμοιαζαν σαν να είναι τόσο κοντά, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις το ένα από τ’ άλλο.

* Ο κ. Δημήτρης Καραΐσκος είναι graphic designer και φωτογράφος.

πηγή : https://www.kathimerini.gr/1088148/gallery/epikairothta/ellada/gia-serf-sthn-thno-arxes-septemvrh