Η Κομισιόν ζητεί εξηγήσεις από τη Γερμανία για παραβίαση του ενωσιακού Δικαίου

Η ανησυχία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει από το γεγονός ότι αν δεν προσβαλλόταν νομικά, η ετυμηγορία της Καρλσρούης θα μπορούσε να δώσει το έναυσμα για αντίστοιχες αποφάσεις από άλλα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια, υπονομεύοντας έτσι αποφασιστικά την ευρωπαϊκή νομική τάξη.

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Διαδικασία επί παραβάσει κατά της Γερμανίας εκκίνησε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την υπόθεση της εμπλοκής του Oμοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων PSPP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η Επιτροπή, συγκεκριμένα, απέστειλε επίσημη επιστολή χθες προς τη Γερμανία για την «παραβίαση θεμελιωδών αρχών του ενωσιακού Δικαίου», όσον αφορά, ειδικότερα, την αυτονομία και την πρωτοκαθεδρία της ενωσιακής νομοθεσίας και τον σεβασμό στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Η υπόθεση συνδέεται με την ετυμηγορία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 5 Μαΐου 2020, με την οποία είχε κρίνει ότι η ΕΚΤ είχε υπερβεί την εξουσία της με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και ότι το ίδιο είχε κάνει επίσης, εγκρίνοντας το πρόγραμμα, το Δικαστήριο της Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνει η Κομισιόν, το δικαστήριο της Καρλσρούης ακύρωσε τη νομική ισχύ της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στη Γερμανία, παραβιάζοντας την αρχή της πρωτοκαθεδρίας του ενωσιακού Δικαίου. Η Γερμανία έχει δύο μήνες να απαντήσει στα ζήτημα που θέτει η επιστολή.

Η κίνηση αυτή του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιουργεί ένα «σοβαρό δεδικασμένο» κατά την Κομισιόν (παρότι το ζήτημα επί της ουσίας έχει έκτοτε επιλυθεί, με τις εξηγήσεις που έδωσε η Bundesbank για την αναλογικότητα του προγράμματος). Η ανησυχία προκύπτει από το γεγονός ότι αν δεν προσβαλλόταν νομικά, η ετυμηγορία της Καρλσρούης θα μπορούσε να δώσει το έναυσμα για αντίστοιχες αποφάσεις από άλλα εθνικά Συνταγματικά Δικαστήρια, υπονομεύοντας έτσι αποφασιστικά την ευρωπαϊκή νομική τάξη. «Η Ε.Ε. παραμένει μία κοινότητα Δικαίου και ο τελευταίος λόγος επί του ενωσιακού Δικαίου ανήκει στο Λουξεμβούργο (έδρα του ΔΕΕ)», σχολίασε σχετικά αρμόδιος εκπρόσωπος της Κομισιόν.

Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο, δεδομένης της ανεξαρτησίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ρόλου του ως τελικού κριτή των επιταγών του γερμανικού Συντάγματος, τι μπορεί να κάνει η γερμανική κυβέρνηση για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των Βρυξελλών. Δεν αποκλείεται το θέμα να φτάσει ξανά στο ΔΕΕ.

«Είναι σαφές ότι διαδικασίες επί παραβάσει που αφορούν ανεξάρτητα Συνταγματικά Δικαστήρια είναι ευαίσθητα ζητήματα – ειδικά όταν αφορούν τα όρια του Συνταγματικού Δικαίου», εξηγεί στην «Κ» ο Φρανζ Μάγιερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld και ειδικός σε θέματα Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου. «Το πρόβλημα είναι ότι το ερώτημα ποιος έχει τον τελευταίο λόγο σχετικά με το ενωσιακό Δίκαιο δεν μπορεί να επιλυθεί με αυστηρά νομικά επιχειρήματα. Συνεπώς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση που να τηρεί τα προσχήματα και θα διασφαλίζει ότι μια τέτοια απόφαση σαν αυτή για το PSPP δεν θα προκύψει ξανά».

Υπενθυμίζεται ότι το δικαστήριο της Καρλσρούης είχε αποδεχθεί την ετυμηγορία του ΔΕΕ ότι το PSPP δεν παραβιάζει την απαγόρευση της «νομισματικής χρηματοδότησης» (άρθρο 123 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε.). Είχε εκφράσει, ωστόσο, αμφιβολίες σχετικά με την αναλογικότητα του προγράμματος για την επίτευξη των στόχων της νομισματικής πολιτικής και είχε δώσει προθεσμία τριών μηνών στην ΕΚΤ να προβεί σε σχετικές εξηγήσεις. Επιπλέον είχε κρίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση και η Βουλή της χώρας δεν τήρησαν τη συνταγματική υποχρέωσή τους να θέσουν την ΕΚΤ προ των ευθυνών της σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

kathimerini.gr