Η Κριστίνε Λάμπρεχτ θύμα της γερμανικής «μιλιταριστικής» στροφής

Η Κριστίνε Λάμπρεχτ οδηγήθηκε στην παραίτηση γιατί εκπροσωπούσε τη δυσκολία υλοποίησης των νέων σχεδίων για την αναβάθμιση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων

Σε αντίθεση με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που κατάφερε να μείνει σε τη θέση για 6 χρόνια και σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις πριν επιλεγεί ως συμβιβαστική λύση για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι δύο γυναίκες πολιτικοί που τη διαδέχτηκαν ως επικεφαλής του γερμανικού υπουργείου Άμυνας είχαν μικρότερες θητείες.

Στην περίπτωση της Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η σύντομη διάρκεια της θητείας της είχε να κάνει με την ήττα του κόμματός της, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), στις εκλογές του 2021.

Στην περίπτωση της Κριστίνε Λάμπρεχτ, μιας έμπειρης πολιτικού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσε να χειριστεί πολιτικά τη νέα στροφή της γερμανικής κυβέρνησης και συνολικότερα του γερμανικού πολιτικού συστήματος προς την αυξημένη στρατικοποίηση και την αναβάθμιση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, στο φόντο της νέας συνθήκης που διαμόρφωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η νέα πόλωση ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.

Το πρόβλημα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων

Υπό κανονικές συνθήκες, η Γερμανία έπρεπε να έχει τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη. Άλλωστε, οι διάφορες παραλλαγές του «Ευρωστρατού» στηρίζονταν σε γενικές γραμμές σε αυτή την παραδοχή. Επιπλέον, αυτή η αμυντική αναβάθμιση ήταν και πλευρά του γαλλογερμανικού άξονα, όπου οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις με την ανεξάρτητη πυρηνική δύναμη κρούσης θα συνδυάζονταν με τις συμβατικές δυνάμεις της Γερμανίας.

Όμως, αρκετά από αυτά τα σχέδια ουδέποτε προχώρησαν στην κλίμακα του αρχικού σχεδιασμού. Αυτό είχε να κάνει με διάφορους λόγους, με τον πιο βασικό να είναι ότι ούτως ή άλλως η αμυντική αναβάθμιση, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ουδέποτε υπήρξε πολιτική προτεραιότητα στη Γερμανία.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι μια χώρα όπου ο μιλιταρισμός ιστορικά έχει συνδεθεί με δύο παγκοσμίους πολέμους και τις πιο τραγικές εμπειρίες επί Ευρωπαϊκού εδάφους. Όμως, πέραν αυτού για αρκετές δεκαετίες οι μεταπολεμικής γερμανικές ελίτ θεωρούσαν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και μια πολιτική «καλής γειτονίας» και οικονομικής συνεργασίας προς τα ανατολικά, με αποκορύφωμα τις εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, ήταν προτιμότερη από τη μετάθεση πόρων προς την άμυνα.

Σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος κυριαρχούσε η λογική ότι, δεν χρειάζονται μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες, εφόσον η χώρα δεν επρόκειτο να έρθει σε σύγκρουση με κάποια άλλη «Μεγάλη Δύναμη» και το μόνο που απέμενε ήταν η συμμετοχή στις διάφορες νατοϊκές και ειρηνευτικές αποστολές εκτός συνόρων.

Αυτό βεβαίως στο αποκορύφωμά του είχε διάφορα προβλήματα, όπως ήταν για παράδειγμα ένα μεγάλο μέρος των αεροσκαφών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας να παραμένουν καθηλωμένα.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι, τις παραμονές του πολέμου στην Ουκρανία, ο αριθμός των τανκ τελευταίας γενιάς που είχε η Μπούντεσβερ ήταν 40 και το 60% των ελικοπτέρων της δεν ήταν κατάλληλα για στρατιωτική δράση.

Όλη, όμως, αυτή η κατάσταση προκαλούσε διάφορες τριβές με σύμμαχες χώρες, πρώτα και κύρια με τις ΗΠΑ που εδώ και καιρό διαμαρτύρονταν επειδή η Γερμανία δεν συνέβαλε όσο της αναλογούσε στις συνολικές αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Αυτές οι επικρίσεις έγιναν ακόμη πιο έντονες επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαμόρφωσε μια νέα συνθήκη. Η σχέση με τη Ρωσία τέθηκε σε συνολική επανεξέταση, η Γερμανία κλήθηκε να προσφέρει αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία, ξεπερνώντας πολιτικά, ιδεολογικά και θεσμικά εμπόδια σε σχέση με την αποστολή πολεμικού υλικού σε εμπόλεμη ζώνη και κυρίως η γερμανική κυβέρνηση κλήθηκε να κάνει σχεδιασμό για μια διαιρεμένη Ευρώπη με μια δυνητικά «θερμή» διαιρετική γραμμή.

Και παρότι οι Πράσινοι είναι κυβερνητικός εταίρος, η ολοκλήρωση της πολύ μεγάλης στροφής τους, που έκανε το κόμμα που κάποτε εκπροσωπούσε τα κινήματα ειρήνης να εκπροσωπεί σήμερα την πιο σκληρή «ατλαντική» και φιλονατοϊκή γραμμή στο γερμανικό πολιτικό φάσμα, σήμαινε ότι συναίνεση υπήρχε.

Συχνά έχει σχολιαστεί ότι η φιλοπόλεμη στάση της Ανναλένα Μπέρμποκ, που προέρχεται από τους Πράσινους και είναι υπουργός Εξωτερικών, σηματοδοτεί την αλλαγή στάσης μιας νέας γενιάς πολιτικών που μεγάλωσε χωρίς την ενοχή και το αίσθημα ντροπής για το γερμανικό παρελθόν και δεν νιώθουν την ανάγκη να επιδεικνύουν αντιμιλιταρισμό.

Το εναρκτήριο λάκτισμα της νέας κατεύθυνσης έδωσε ο ίδιος ο Γερμανός πρωθυπουργός, όταν δεσμεύτηκε ότι θα διαμορφωνόταν ένα «ειδικό ταμείο», ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επένδυση στους εξοπλισμούς και την αναβάθμιση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σημαντικές αποστολές αμυντικού υλικού στην Ουκρανία, την ώρα που μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού έχουν υποστηρίξει ότι χρειάζεται να υποστηριχτεί με εξοπλισμούς η Ουκρανία «για όσο καιρό χρειαστεί» και ότι τυχόν διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός, απλώς θα κάνουν πιο αδύναμη τη θέση της Ουκρανίας. 

Τι «χρεώνεται» η Λάμπρεχτ

Η Λάμπρεχτ είδε βρεθεί στο στόχαστρο εδώ και καιρό για διάφορα «στραβοπατήματα». Τον Δεκέμβριο του 2021 είχε δεχτεί έντονη κριτική επειδή παραδέχτηκε ότι δεν γνώριζε τους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Επικρίσεις είχε δεχτεί και όταν είχε αναφέρει λίγο μετά την έναρξη του πολέμου ότι η Γερμανία θα έστελνε στην Ουκρανία 5000 κράνη. Ούτε έκανε τα πράγματα καλύτερα το πρωτοχρονιάτικο μήνυμά της, όπου ανέφερε ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία σήμαινε «πολλές έντονες εντυπώσεις, πολλές συναντήσεις με ενδιαφέροντες, σπουδαίους ανθρώπους», την ώρα που στο φόντο διακρίνονταν εορταστικά πυροτεχνήματα. Όμως, το βασικό πρόβλημα ήταν οι καθυστερήσεις στο ξεδίπλωμα της νέας γερμανικής αμυντικής πολιτικής.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι υπάρχουν φωνές, όπως αυτή της Eva Högl, κοινοβουλευτικής επιτρόπου για τις ένοπλες δυνάμεις και πιθανής διαδόχου της Λάμπρεχτ (άλλωστε πρέπει να διατηρηθεί και η έμφυλη ισορροπία στο υπουργικό συμβούλιο της Γερμανίας), που υποστηρίζουν ότι η Γερμανία χρειάζεται 300 δισεκατομμύρια ευρώ για να αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις της και όχι μόνο 100 δισεκατομμύρια που είναι η μέχρι τώρα απόφαση. 

Η πίεση για την αποστολή τανκ Leopard 2

Το τελευταίο διάστημα η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση γύρω από την ανάγκη αποστολής γερμανικής κατασκευής τανκ Leopard 2, τόσο από την ίδια τη Γερμανία, όσο και από άλλες χώρες (καθώς και αυτές χρειάζονται την άδεια της κατασκευάστριας Γερμανίας).

Αυτό είχε να κάνει και με τη συνολικότερη πίεση να αποσταλούν τελευταίας γενιάς τανκ στην Ουκρανία, που άλλωστε το ζητά επίμονα, θεωρώντας ότι μπορούν να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης στο πεδίο των μαχών.

Όμως, την ίδια στιγμή μια τέτοια αποστολή ισοδυναμεί με ακόμη πιο αναβαθμισμένη εμπλοκή στον ίδιο τον πόλεμο, ενώ υπάρχουν και οι φωνές που υπογραμμίζουν ότι τα Leopard είναι πρώτα και κύρια αναγκαία για την γερμανική άμυνα. Ωστόσο, αρκετές φωνές υποστηρίζουν ότι πρέπει να σταλούν ταν (και αυτές οι φωνές έρχονται τόσο από το εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού όσο και από την αντιπολίτευση της CDU) και που υποστηρίζουν ότι η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο κυβερνήσεων όπως της Πολωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας και να ενισχύσει ακόμη πιο αποφασιστικά την ουκρανική πολεμική προσπάθεια.

in.gr