Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γερμανία τα έχει πάει σχετικά καλά κατά τη διάρκεια του τρέχοντος annus horribilis και ότι η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ αξίζει να το πιστωθεί αυτό κατά το μεγαλύτερο μέρος.
Η χώρα ενδέχεται ωστόσο να αντιμετωπίσει σύντομα ένα διαφορετικό πρόβλημα. Οι ίδιες κυβερνητικές πολιτικές που λειτούργησαν τόσο καλά στην πρώτη φάση της κορονο-ύφεσης θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημιά στη δεύτερη φάση της κρίσης της πανδημίας, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Η Γερμανία μπορεί σίγουρα να είναι περήφανη για αυτό που πέτυχε αυτή τη χρονιά. “Επιπέδωσε την καμπύλη” της μετάδοσης της Covid-19 νωρίς. Ταυτόχρονα, με ένα κρεσέντο δημοσιονομικών δαπανών που προκαλούσαν ίλιγγο και άλλων μέτρων, διοχέτευσε περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ (1,18 τρισεκατομμύρια δολάρια) στην οικονομία της.
Χάρη σε όλα αυτά, η παραγωγή αυξάνεται ξανά από τον Μάιο. Η γερμανική κυβέρνηση εκτιμά τώρα ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ για το σύνολο του έτους θα είναι ηπιότερη από την αρχικά αναμενόμενη, σε επίπεδα “μόλις” -5,8%. Στις αρχές του 2022, η οικονομία θα πρέπει να βρίσκεται ξανά στα προ κρίσης επίπεδα. Ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ παρουσιάζει διαγράμματα ανάκαμψης σε σχήμα V.
Το Kurzarbeit
Συγκεκριμένα, η Γερμανία στάθηκε καλά στο κομμάτι της σωτηρίας θέσεων εργασίας. Το έπραξε εν μέρει αναστέλλοντας τους φυσιολογικούς κανόνες πτώχευσης, διατηρώντας έτσι στη “ζωή” περισσότερους εργοδότες.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ένα εργαλείο πολιτικής με ζωή ενός αιώνα προκειμένου να διατηρήσει τους εργαζόμενους στη εργασία τους, ακόμη και αν οι τελευταίοι δεν είχαν καμία δουλειά να κάνουν εκεί. Αυτά τα μέτρα κράτησαν την ανεργία στο 4,4% τον Ιούλιο, όταν ο μέσος όρος ήταν 7,2% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 10,2% στις ΗΠΑ.
Αυτό το – πλέον – διάσημο εργαλείο ονομάζεται Kurzarbeit. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση επιδοτεί τις επιχειρήσεις για να διατηρούν τους εργαζομένους στη μισθοδοσία τους, ακόμη και όταν είναι αδρανείς.
Οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των κανονικών αποδοχών τους και είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στη δουλειά μόλις υπάρξει αύξηση της ζήτησης.
Το Kurzarbeit πιστώνεται σημαντικό μερίδιο του γεγονότος ότι η Γερμανία εμφανίστηκε σχετικά άθικτη από τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-09. Θεωρείται ως ο διεθνής “χρυσός κανόνας” των προγραμμάτων προνοιακών παροχών στο κομμάτι της εργασίας, ενώ έχει αντιγραφεί σε όλη την Ευρώπη, αλλά και πέραν αυτής.
Η επιδότηση, ωστόσο, μιας εργασίας που δεν πραγματώνεται και η ντε φάκτο αναστολή των διαδικασιών κήρυξης αφερεγγυότητας προορίζονταν μόνον ως προσωρινά μέτρα. Το υπουργικό συμβούλιο της Μέρκελ, όμως, παρέτεινε πρόσφατα και τα δύο προγράμματα. Το Kurzarbeit παρατάθηκε συγκεκριμένα έως το τέλος του 2021.
Ο φόβος των “ζόμπι”
Ο φόβος πολλών Γερμανών οικονομολόγων είναι ότι το συγκεκριμένο “κοκτέιλ” πολιτικών θα δημιουργήσει “εταιρείες ζόμπι” – εταιρείες που θα έπρεπε πραγματικά να πεθάνουν και να βγουν από την αγορά λόγω προβλημάτων που δεν σχετίζονται με την πανδημία, αλλά αντίθετα διατηρούνται ζωντανές με τεχνητά μέσα.
Υπολογίζεται ότι 550.000 εταιρείες θα μπορούσαν, σύμφωνα με μια εκτίμηση, να είναι ήδη “ζόμπι”, ενώ ο αριθμός τους πιθανόν να αυξηθεί σε 800.000 το επόμενο έτος.
Ο ακόμη βαθύτερος φόβος είναι ότι αυτή η “ζομποποίηση” μολύνει τελικά ακόμη και υγιείς εταιρείες και αφαιρεί την πίεση για αναδιάρθρωση, εκσυγχρονισμό και μεταρρύθμισή τους.
Όπως περιέγραψα τον Ιανουάριο, πολλοί οικονομολόγοι προέβλεπαν το τέλος του πρόσφατου “οικονομικού θαύματος” της Γερμανίας ακόμη και πριν από το Covid-19, εκτός εάν η χώρα εισήγαγε ριζική επικαιροποίηση του μοντέλου της σε βιομηχανικό, τεχνολογικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και άσχετο με την πανδημία
Ένας λόγος ανησυχίας είναι τα δημογραφικά στοιχεία: η τρέχουσα δεκαετία είναι εκείνη κατά την οποία οι baby boomers της Γερμανίας αρχίζουν να συνταξιοδοτούνται σε τεράστιους αριθμούς.
Άλλος ένας είναι μια εμφανέστατη απώλεια ανταγωνιστικότητας σε τομείς που είναι κεντρικοί για τη βιομηχανία της Γερμανίας, από τα αυτοκίνητα έως τον μηχανολογικό εξοπλισμό.
Ένας τρίτος είναι μια πολιτισμική αντίσταση στην αλλαγή που διατηρεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης “αναλογική” σε έναν όλο και πιο ψηφιακό κόσμο – συνεχίζει να είναι κατασκευαστής “πραγμάτων”, μέσα σε ένα σύμπαν δεδομένων (data).
Η Γερμανία είναι ένας τόπος όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να υποβάλλουν αναφορές δαπανών επάνω σε χάρτινες “φέτες” νεκρών δέντρων. Είναι η χώρα που κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ επτά χωρών σε νέα έρευνα σχετικά με τη διαδικτυακή διδασκαλία κατά τη διάρκεια του lockdown, με τους μισούς Γερμανούς γονείς να αναφέρουν ότι τα σχολεία των παιδιών τους δεν προσέφεραν καθόλου τέτοιες υπηρεσίες. Είναι τέλος μια οικονομία που μόλις κατέρρευσε χάνοντας 52 θέσεις στη λίστα των “ψηφιακά αναπτυσσόμενων” χωρών.
Υπάρχει ελπίδα ότι η Covid-19 θα μπορούσε να επιταχύνει μερικές από τις απαραίτητες αλλαγές. Για παράδειγμα, μετά την πλημμυρίδα της άνοιξης που δημιούργησε άπειρα “γραφεία” στο σπίτι, λίγο περισσότερες από τις μισές γερμανικές εταιρείες σε έρευνα ισχυρίστηκαν ότι θα κινηθούν προς ψηφιακή εξοικονόμηση.
Όμως αυτοί που απάντησαν ήταν διαχειριστές ανθρώπινου δυναμικού. Δεν υπάρχει ακόμη ένδειξη ότι οι κατασκευαστές και οι προμηθευτές γερμανικών αυτοκινήτων που καίνε ακόμη βενζίνη θα πλησιάσουν περισσότερο τον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ ή την Κίνα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, πράγμα το οποίο θα πρέπει υποχρεωτικά να κάνουν προκειμένου να δημιουργήσουν τα αυτοκινούμενα αυτοκίνητα του μέλλοντος.
Η κυβέρνηση της Μέρκελ αξίζει συγχαρητήρια για τη διάσωση της οικονομίας της Γερμανίας φέτος. Μέσω της μετατροπής ωστόσο βραχυπρόθεσμων μέτρων σε μακροπρόθεσμα, ο συνασπισμός Κεντροδεξιάς-Κεντροαριστεράς φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης μέχρι τις εκλογές του επόμενου φθινοπώρου παρά για την προετοιμασία της Γερμανίας για τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έρχονται.
Αυτές θα απαιτήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα του κράτους πρόνοιας και της φορολογίας και μακροχρόνια αναδιάταξη στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες και στον χρηματοοικονομικό κλάδο στην Γερμανία.
Όπως έχει παρατηρήσει ο Γουόρεν Μπάφετ, αυτός ο γκουρού του αρκετά πιο “αδρού” σε σχέση με τον γερμανικό αμερικανικού καπιταλισμού, μόνο όταν υποχωρεί η παλίρροια ανακαλύπτει κανείς ποιος κολυμπά γυμνός.
Η Γερμανία μπορεί να συνεχίσει να ρίχνει πακτωλούς χρημάτων στην οικονομία της για λίγο ακόμη, δεν μπορεί ωστόσο να αποτρέψει την άμπωτη.