Σαν σήμερα: 24 Σεπτεμβρίου – Τι συνέβη στην Τριπολιτσά και τι σημαίνει για τους Τούρκους;

Η 24η Σεπτεμβρίου είναι η 266η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 267η σε δίσεκτα έτη. Πριν από 201 χρόνια, μια μέρα – ή μάλλον ένα τριήμερο- σαν σήμερα, τα «σαράντα παληκάρια από τη Λειβαδιά» μπήκαν στην Τριπολιτσά, σημερινή Τρίπολη, μετά από έξι μήνες πολιορκίας. Δεν ήταν η νίκη των Ελλήνων μόνο σημαντική, αλλά και τα όσα ακολούθησαν. Για άλλους λόγους.

Η αναφορά της Τριπολιτσάς από τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, χθες, 23 Σεπτεμβρίου, δεν ήταν φυσικά τυχαία. Ίσως ήταν και αναμενόμενη, καθώς η 23η Σεπτεμβρίου είναι η επέτειος ενός γεγονότος ισοδύναμου για τους Τούρκους με την καταστροφή της Σμύρνης για μας.

Μιας μαύρης σελίδας όχι για την ελληνική επανάσταση μόνο, αλλά για την ανθρώπινη ιστορία γενικότερα. Διότι αυτό που ξεκίνησε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 και ολοκληρώθηκε τρεις μέρες αργότερα, ήταν μια ατελείωτη σφαγή αμάχων.
Η Τριπολιτσά έπεσε πολύ νωρίς στην ελληνική επανάσταση, μόλις έξι μήνες μετά την κήρυξή της και υπό μια έννοια, στρατιωτική τουλάχιστον, ήταν αυτή που έδωσε πραγματική πνοή και συνέχεια στον ξεσηκωμό των Ελλήνων.

Μια πολύ τολμηρή απόφαση
Ήταν και η μάχη στην οποία ξεδιπλώθηκε η στρατηγική ευφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν ο μόνος από τους οπλαρχηγους που κατανοούσε τη σημασία της πόλης. Με κόπο και επιμονή κατάφερε να πείσει τους υπόλοιπους ότι δεν έχει νόημα να διεξάγουν ανταρτοπόλεμο σε μικρές ομάδες εναντίον μικρών στόχων, αλλά θα έπρεπε ενωμένοι, ως ενιαίος στρατός να κινηθούν εναντίον του μεγάλου στόχου, στην καρδιά της Πελοποννήσου.

Ο Κολοκοτρώνης ήθελε κάτι πολύ απλό: Να χτυπήσει τους Τούρκους στο μεγαλύτερο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό τους κέντρο και να πάρει τον έλεγχο του Μοριά. Δεν θα ήταν εύκολο. Αυτό το ήξεραν και οι δύο πλευρές, γι αυτό και οι Τούρκοι δεν περίμεναν ποτέ ότι οι Έλληνες θα τολμούσαν κάτι τέτοιο.

Το τόλμησαν όμως και από τις αρχές Μαΐου απέκλεισαν την πόλη, μέσα στην οποία βρίσκονταν 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της Πελοποννήσου και μαζί τους 1500 ένοπλοι Αρβανίτες που αποτελούν και την άμυνα της πόλης. Οι Αρβανίτες, τους οποίους είχε φέρει μαζί του ο Μουσταφάμπεης, στην πρώτη προσπάθεια του Σουλτάνου να καταστείλει την Επανάσταση στο Μωριά, υπήρξαν μια από τις βασικότερες αιτίες για την πτώση της πόλης.

Άρχισαν πρώτοι τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρησή τους και έκαναν πραξικόπημα μέσα στην πολιορκημένη πόλη· κατάσχεσαν όλα τα τρόφιμα και τα εφόδια που υπήρχαν για να τα πουλάνε στη συνέχεια με μαυραγορίτικες τιμές στους πολιορκημένους. Έξω από τα τείχη της, βρίσκονταν 10.000 Έλληνες.

Επί έξι μήνες οι Έλληνες, που γνώριζαν εξαιρετικά καλά την περιοχή, δεν άφησαν να περάσει τίποτα. Κάθε απόπειρα να εφοδιαστεί η πόλη απέτυχε και το Σεπτέμβριο οι πολιορκούμενοι βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση.

Οι Τούρκοι ζήτησαν συνθηκολόγηση, αλλά οι Έλληνες, για αδιευκρίνιστους λόγους, αρνήθηκαν. Στις 22 Σεπτεμβρίου μια μικρή ομάδα πολιορκητών κατάφεραν να αναρριχηθούν στα τείχη, σε ένα σημείο που η οχύρωση ήταν αδύναμη και μπήκαν στην πόλη. Άνοιξαν μια από τις πύλες και οι Έλληνες ξεχύθηκαν στην Τριπολιτσά.

«Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μηδέ στον κόσμον όλο»
Οι πολιορκημένοι αντιστάθηκαν για λιγότερο από δύο ώρες.

Αυτό που ακολούθησε την πτώση της πόλης, περιγράφεται από πολλούς ιστορικούς, αλλά και από τον ίδιον τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του: «Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη». – Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής, Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων, τόμος 1, 112.

Η μανία των Ελλήνων ήταν ασταμάτητη. Ο μόνος που προσπάθησε να τη σταματήσει ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με πλήρη τάξη. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από το στρατόπεδο.

Σφαγιάστηκαν όλοι οι άμαχοι κάτοικοι της πόλης, μουσουλμάνοι και Εβραίοι, ορισμένοι από τους οποίους είχαν έρθει σε συμφωνία με τους πολιορκητές να δώσουν λύτρα και να αποχωρήσουν χωρίς να τους πειράξουν.

Μετά από τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν και ξεκίνησε η σύληση τάφων. «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους», γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος στον Γ’ τόμο της «Ελληνικής Επανάστασις» (1957).

Περίπου 100 Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των δολοφονημένων αμάχων ποικίλουν. Κάποιοι ιστορικοί κάνουν λόγο για 10.000 με 15.000, αλλά πιο πιστή είναι μάλλον η μαρτυρία του ίδιου του Κολοκοτρώνη, καθώς κατά τη δική του κρίση κανείς αλλοεθνής, εκτός από τους Αλβανούς, δεν βγήκε ζωντανός από την πόλη.

Δεν ήταν όλοι ακριβώς «αλλοεθνείς», όμως. Οι Τούρκοι άρχισαν να έρχονται στην Πελοπόννησο από το 1715, όταν έφυγαν οι Βενετοί και ο Μωριάς πέρασε στην εξουσία της Υψηλής Πύλης. Κάποιοι από τους κατοίκους της Τριπολιτσάς ήταν ντόπιοι που αλλαξοπίστησαν για λόγους επιβίωσης.

Οι Αρβανίτες, που όπως είχαν συμφωνήσει, έφυγαν με τη συνοδεία του Πλαπούτα, δυσκολεύτηκαν πολύ ώσπου να φτάσουν στη Στερά Ελλάδα. Οι Υδραίοι που τους συνόδευαν αναγκάστηκαν να κάνουν πειρατεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα καράβι για τη μεταφορά τους απέναντι, στη Ρούμελη.

Εκδίκηση ή οργανωμένο σχέδιο;
Μια πολύ καλή ερώτηση είναι γιατί δεν σταμάτησε κανείς, ακόμη και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, τη σφαγή των αμάχων στην Τρίπολη.

Μια ακόμη καλύτερη ερώτηση, που συνδέεται με την προηγούμενη, είναι γιατί έγινε η σφαγή στην Τρίπολη.

Η πάρα πολύ απλή εκδοχή είναι αυτή της εκδίκησης. Ορισμένοι ιστορικοί δίνουν βαρύτητα στις βαρβαρότητες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας -συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές πολύ πρόσφατα γεγονότα- και τις θεωρούν ως το κύριο αίτιο της σφαγής. Γι αυτούς, ήταν η φυσική συνέπεια της μακράς υποταγής και καταπίεσης των Ελλήνων.

Κατά τον Παπαρρηγόπουλο η «ανωφελής και ανηλεής» σφαγή «ημπορεί ίσως να εξηγηθή εκ του προαιωνίου μεταξύ των δύο φυλών και θρησκειών πάθους, αλλά να δικαιολογηθή δεν επιτρέπεται».

Ο Σπυρίδων Τρικούπης θεωρεί ότι κάθε λαός που είναι υποδουλωμένος επί πολλά χρόνια «κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του· ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος λαός ήτον έτι μάλλον ακράτητος κατ’ εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών αντημείβετο». Και καταλήγει ότι δεν προτίθεται να δικαιολογήσει τη σφαγή, υποστηρίζει δε ότι η Ιστορία κάθε λαού -ακόμα και των πιο εξευγενισμένων- «έχει σελίδας απανθρωπίας».

Η άλλη εκδοχή, η οποία υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Τζορτζ Φίνλεϊ, είναι ότι η σφαγή έγινε στο πλαίσιο μιας προαποφασισμένης «εθνοκάθαρσης», της απόφασης να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια» στην Πελοπόννησο, προκειμένου να διεκδικήσουν οι Έλληνες την αναγνώριση της επανάστασής τους.

Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια είναι μια: Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα και τις συμπεριφορές των αρχών του 1821 με σημερινους όρους, ιδιαίτερα όταν αυτά τα γεγονότα και οι συμπεριφορές έχουν πίσω τους τετρακόσια χρόνια καταπίεσης, σκλαβιάς και φτώχειας. Τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να δικαιολογεί μια σφαγή. Διότι πίσω από κάθε σφαγή υπάρχει και μια δικαιολογία, έγκυρη κατά τον σφαγέα…

Η πλειονότητα των ανθρώπων που πολιόρκησαν την Τριπολιτσά ήταν πάμφτωχοι, εντελώς αμόρφωτοι, απελπισμένοι και δεν είχαν καν όπλα. Περίμεναν να πέσει η πόλη για να πληρωθούν και συχνά έκαναν συναλλαγές με τους πολιορκημένους, δίνοντάς τους τρόφιμα και νερό σε αντάλλαγμα για ένα τουφέκι.

Ήταν άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να χάσουν και καμία ηθική πυξίδα πέρα από εκείνη της υπόσχεσης ενός ελεύθερου κράτους. Και μιας καλύτερης ζωής.

Η σφαγή της Τρίπολης δεν είναι ένα συμβάν που πρέπει να κάνει ένα έθνος περήφανο. Γι αυτό και δεν έχει πάρει στις σελίδες της ιστορίας μας τη θέση της δίπλα στις πραγματικά ηρωϊκές στιγμές, όπως το Μεσολόγγι.

Κάθε λαός τιμά τις ιστορικές μνήμες του και τους νεκρούς του. Οι ιστορικές μνήμες και οι νεκροί μπορούν να γίνουν δύο πράγματα, είτε για τους Έλληνες, είτε για τους Τούρκους, είτε για οποιονδήποτε λαό του κόσμου:

Αφορμή για εθνικιστική καπηλεία και διαιώνιση του μίσους.

Ή, αφορμή για να μην επαναληφθούν ποτέ τα εγκλήματα του παρελθόντος.

Η επιλογή (οφείλει να) είναι αυτονόητη.