Έρευνα: Πόσο καλά προστατεύει ένα απλό εμβόλιο κατά του κορωνοϊού;

Πολλά από τα εγκεκριμένα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, πρέπει να χορηγούνται δύο φορές, προκειμένου να είναι αποτελεσματικά. Δεν κάνουν όμως όλοι οι άνθρωποι τη δεύτερη δόση. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί μοιραίο.

Το οκτώ τοις εκατό όσων έκαναν την πρώτη δόση του εμβολίου για τον κορωνοϊό, από τη Moderna ή τη Biontech στις ΗΠΑ δεν έκαναν την απαραίτητη δεύτερη δόση. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου πέντε εκατομμύρια ανθρώπους, όπως ανέφεραν οι New York Times, μετά από αξιολόγηση δεδομένων στην οποία προχώρησε η αμερικανική υγειονομική αρχή CDC.

Οι αιτίες γι’ αυτό ποικίλλουν, σύμφωνα με την Άνγκελα Ράσμουνσεν, ιολόγο του Οργανισμού Εμβολιασμού και Λοιμωδών Νοσημάτων (VIDO) στο Πανεπιστήμιο του Σασκάτσουαν του Καναδά. «Μερικοί πιστεύουν λανθασμένα ότι μία δόση εμβολίου είναι αρκετή, άλλοι ανησυχούν για νέες ανεπιθύμητες παρενέργειες και μερικοί άλλοι έχουν ενημερωθεί για τη δεύτερη δόση για ιατρικούς λόγους», είπε στην DW.

Υλικοτεχνικοί ή και οικονομικοί λόγοι παίζουν επίσης κάποιο ρόλο, για παράδειγμα εάν το κέντρο εμβολιασμού δεν διαθέτει το σωστό εμπορικό σήμα ή εάν κάποιος εργοδότης δεν αναγνωρίζει το ραντεβού εμβολιασμού των εργαζομένων, όπως συμβαίνει αρκετές φορές.

Το ερώτημα είναι: Πόσο καλά προστατεύονται τώρα αυτοί οι άνθρωποι από τον κορωνοϊό;

Αρκεί μία δόση του εμβολίου;

Οι ειδικοί έχουν επανειλημμένα τονίσει: Τα περισσότερα από τα εγκεκριμένα εμβόλια απαιτούν και τις δύο δόσεις, προκειμένου να προσφέρουν καλύτερη και μακροχρόνια προστασία. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν ότι ο πρώτος εμβολιασμός προσφέρει κάποια προστασία – αλλά πόσο διαρκεί αυτό, είναι ακόμα ασαφές.

Δύο μελέτες από το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής του Ηνωμένου Βασιλείου και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δημιούργησαν αρκετά αντισώματα μετά από έναν μόνο εμβολιασμό. Σύμφωνα με μία από τις μελέτες, το ποσοστό των συμπτωματικών λοιμώξεων μειώθηκε κατά 72 τοις εκατό, μετά τη χορήγηση μιας δόσης από τα εμβόλια των BioNTech, Pfizer και της AstraZeneca. Μετά τον δεύτερο εμβολιασμό με BioNTech και Pfizer, οι συμπτωματικές λοιμώξεις μειώθηκαν κατά 90%. Δεδομένα σχετικά με τη δεύτερη δόση του εμβολίου της AstraZeneca, δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στη μελέτη, καθώς δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα.

Ο Κοέν Πάουελς, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και επιστήμονας στο «Nuffield Institute for Population Health» στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι η δεύτερη δόση εμβολίου είναι καλύτερη και περισσότερο προστατευτική ενάντια στον COVID-19. «Όπως και με οποιαδήποτε άλλη μολυσματική ασθένεια, υπάρχει υψηλό επίπεδο προστασίας μετά την πρώτη δόση, αλλά αυτό σύντομα θα εξαντληθεί», λέει ο Πάουελς. Όσον αφορά στην ανταπόκριση των αντισωμάτων, αυτό συμβαίνει σχετικά γρήγορα. Η δεύτερη δόση αυξάνει σημαντικά το επίπεδο αντισωμάτων, ειδικά στους ηλικιωμένους. «Είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνει κανείς τη δεύτερη δόση. Σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση, ο δεύτερος εμβολιασμός απαιτείται για την ενεργοποίηση της ανοσοποιητικής μνήμης μακροπρόθεσμα», λέει η Ράσμουσεν.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η δεύτερη δόση θα είναι τόσο αποτελεσματική, όπως πολλοί περιμένουν. Για παράδειγμα, ορισμένες κυβερνήσεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν επεκτείνει το διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων, προκειμένου να δώσουν σε περισσότερους ανθρώπους τουλάχιστον τη βασική προστασία, εάν υπάρχει έλλειψη εμβολίων. Αλλά η προστασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα μπορούσε να είναι μικρότερη από ό, τι πολλοί αναμένουν.

Ο Μίκαελ Βάρνερ, γιατρός εντατικής θεραπείας σε νοσοκομείο στο Τορόντο, ενημέρωσε πρόσφατα για το ακριβές πρόβλημα μέσω του Twitter. «Δεν εμβολιάζεστε έως ότου εμβολιαστείτε πλήρως», έγραψε ο γιατρός. Ανέφερε ότι οι ασθενείς εισήχθησαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας πολύ μετά τον πρώτο εμβολιασμό και προέτρεψε τις αρχές να ενημερώνουν σαφώς τους πολίτες, για το ποια μέτρα να λαμβάνουν στο διάστημα μεταξύ των δύο εμβολιασμών.

Αρκεί μια εφάπαξ δόση για όσους έχουν αναρρώσει;

Η κατάσταση είναι διαφορετική για άτομα που έχουν ήδη νοσήσει από COVID-19. Στη Γερμανία, η Μόνιμη Επιτροπή Εμβολιασμών συνιστά τον εμβολιασμό όσων έχουν αναρρώσει με μόνο μία δόση, το νωρίτερο έξι μήνες μετά την ανάρρωση. «Λόγω της υπάρχουσας ανοσίας μετά τη μόλυνση, η εφάπαξ προστασία μέσω του εμβολιασμού οδηγεί σε μια πολύ καλή ανοσολογική απόκριση», αναφέρεται στον ιστότοπο του Robert Koch Institute.

Μελέτη του Ιατρικού Κέντρου Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 260 άτομα, δείχνει ότι μια εφάπαξ δόση εμβολίου από την BioNTech και την Pfizer προκαλεί «μια παρόμοια ανοσολογική απόκριση σε πρώην ασθενείς COVID-19, όπως και σε εκείνους που δεν νόσησαν ποτέ». Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα δεδομένα δείχνουν ότι όσοι έχουν αναρρώσει, χρειάζονται μόνο έναν εμβολιασμό.

Αυτό θα είχε ένα άλλο πλεονέκτημα, όπως έγραψε ο Τζόναθαν Μπράουν, συν-συγγραφέας της μελέτης, μέσω e-mail: «Πολλοί είχαν ήδη COVID-19 και στις περισσότερες περιοχές τα εμβόλια είναι πολύ περιορισμένα. Εάν αυτοί που έχουν αναρρώσει εμβολιάζονται, τότε αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, προκειμένου να επιτευχθεί ένα επίπεδο ανοσίας σε μια κοινωνία και θα σταματούσε την εξάπλωση των λοιμώξεων».

Οι μελέτες του Ινστιτούτου Penn για την Ανοσολογία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, καταλήγουν σε παρόμοιο συμπέρασμα. Άτομα που έχουν αναρρώσει από τον SARS-CoV-2, εμφάνισαν ισχυρά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό με εμβόλιο mRNA. Σε ένα δελτίο τύπου, ο συν-συγγραφέας και ανοσολόγος Τζον Γουέρι, είπε: «Αυτά τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, τόσο για τη βραχυπρόθεσμη όσο και για τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των εμβολίων».

Η Ράσμουσεν δεν δείχνει να ανησυχεί για το γεγονός ότι περίπου το οκτώ τοις εκατό των Αμερικανών που εμβολιάστηκαν με εμβόλιο mRNA, δεν έλαβαν τη δεύτερη δόση. «Αυτό εξακολουθεί να σημαίνει ότι η πλειοψηφία θα λάβει τη δεύτερη δόση, η οποία είναι πολύ καλή σε σύγκριση με πολλά άλλα εμβόλια. Στη συνομιλία αποκαλεί τους αριθμούς «αρκετά ενθαρρυντικούς».

DW