Η περίφημη, ειδική και άρρηκτη σχέση μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας, δύναται να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ανοικτής εταιρικής σχέσης, όπως αυτή εννοείται κατά την ουδέτερη γερμανική οπτική της Offene Handelsgesellschaft. Όπερ μεθερμηνευόμενον, αφενός δεν υπεισέρχεται σε αυτή κανενός είδους συναισθηματική προσέγγιση, αφετέρου οι δύο συμμετέχοντες διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους επ’ αμοιβαία ωφελεία.
Αποτελεί παράδοξο εξαιτίας του διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου, πλην όμως αναντίρρητη παραδοχή, πως η πολυκύμαντη εταιρική σχέση Γερμανίας-Τουρκίας, εμπίπτει στις λεγόμενες συνέχειες της εξωτερικής πολιτικής (the continuity factor in foreign policy,) εδραζόμενη σε γεωοικονομικές και γεωπολιτικές παραμέτρους, αφορώντας μια μακρά ιστορική διαδρομή, που εκκινεί από την Συνθήκη Ειρήνης του 1761, συναφθείσα υπό του Βασιλείου της Πρωσσίας και της Υψηλής Πύλης, πρωτοστατούντων του Φρειδερίκου του Μεγάλου και του Σουλτάνου Μουσταφά του Τρίτου.
Εξ υπαρχής, η εταιρική σχέση υπήρξε ετεροβαρής υπέρ της πρωσσικής –μετέπειτα – γερμανικής πλευράς, καθώς η προηγμένη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη, μετά την ενοποίηση στα τέλη του 19ου αιώνος αποτέλεσε πόλο έλξης και ακολουθητέο παράδειγμα για την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία επιδόθηκε σε αθρόες εισαγωγές γερμανικών εξειδικευμένων μηχανημάτων που αφορούσαν την αγροτική παραγωγή, ενώ οι τουρκικές εισαγωγές γερμανικού πολεμικού υλικού αυξάνονταν σημαντικά.
Η γερμανική πλευρά αντιστοίχως, στο πλαίσιο ανάδειξής της ως Μεγάλη Δύναμη Παγκόσμιας Εμβέλειας τον 19ο ως τα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως συμπληρωματικό οικονομικό χώρο (Wirtschaftlicher Ergänzungsraum) προς τον μείζονα ευρωπαϊκό (Europäischer Grossraum).
Ως εκ τούτου, διευκόλυνε σημαντικά την εισαγωγή των τουρκικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά με αντάλλαγμα την γερμανική οικονομική διείσδυση και επιρροή στον Μεσανατολικό Χώρο. Παράλληλα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενετάχθη στον γερμανικό στρατηγικό σχεδιασμό ως παράγοντας ανάσχεσης των βρετανικών, γαλλικών και ρωσικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Βόρειο Αφρική και την Μεσόγειο.
Η ανωτέρω γεωπολιτική επιδίωξη της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, καθώς συνέκλινε με τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία της τριανδρίας των Νεοτούρκων, η οποία αναζητούσε ” επεκτατικό παράθυρο ευκαιρίας” για να αναπληρώσει το χαμένο οθωμανικό κύρος προς βορειοανατολικά, σφυρηλάτησε έτι περαιτέρω την άρρηκτη σχέση μεταξύ των δύο εταίρων, ώστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνταχθεί ως στρατιωτικός σύμμαχος στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πολυετής και αδιάλειπτη γερμανική στήριξη που έλαβε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά το 1871 έως το 1914, μεταφράστηκε σε γενναία οικονομική βοήθεια και παροχή άφθονου στρατιωτικού υλικού, ενώ ο αποδυναμωμένος Οθωμανικός Στρατός, εκπαιδεύθηκε υπό την επίβλεψη σημαινόντων Γερμανών Αξιωματικών (Φον ντερ Γκολτς, Λίμαν Φον Σάντερς ).
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, η γερμανική-ναζιστική προσέγγιση ως προς την Τουρκία και τον συμπληρωματικό οικονομικό χώρο, ήταν κατεξοχήν γεωοικονομική, καθώς περιελάμβανε την λογική του αξιόπιστου εμπορικού εταίρου (ehrlicher partner), αποσκοπώντας αφενός στην ενίσχυση των αναπτυξιακών τάσεων της γερμανικής προηγμένης εξαγωγικής βιομηχανίας και την περαιτέρω οικονομική αλληλεξάρτηση, αφετέρου στόχευε στην αποδυνάμωση τοιουτοτρόπως της επιρροής των Δυτικών Ναυτικών Δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας.
Συνεπεία αυτού, και της υψίστης ναζιστικής γεωπολιτικής προτεραιότητας της Πορείας προς Ανατολάς (Drang nach Osten), η ναζιστική Γερμανία, “επέτρεψε” την ουδετερότητα του τουρκικού κράτους επ’ ωφελεία αμφοτέρων, καθώς ανθούσαν απρόσκοπτα οι διμερείς εμπορικές σχέσεις ιδίως ως το 1939.
Κατ’ αυτήν την περίοδο, η Γερμανία προμηθευόταν τεράστιες ποσότητες χρωμίου απ’ την Τουρκία, ένα άκρως απαραίτητο μέταλλο για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της πολεμικής της βιομηχανίας, ενώ η Τουρκία έβαινε διαρκώς εξαρτώμενη από τις γερμανικές εξαγωγές βιομηχανικών υλικών και προϊόντων, οι οποίες έφθασαν τα 94 εκατομμύρια μάρκα μόνο το έτος 1938.
Η αντίστοιχη προσέγγιση του πρώιμου κεμαλικού καθεστώτος, συνοψίζεται στην περίφημη πολιτική του Επιτήδειου Ουδέτερου που αφορούσε εν προκειμένω, την μείωση της πολιτικής εξάρτησης της χώρας από την Γερμανία από τον φόβο βρετανικών αντιποίνων.
Εντούτοις παρά τις σημαντικές τριβές που ακολούθησαν και έθεσαν σε κίνδυνο την εταιρική σχέση αμφοτέρων των πλευρών, το τουρκικό καθεστώς συνέχισε την “ιδιότυπη” ουδετερότητα τροφοδοτώντας παράλληλα με πρώτες ύλες την γερμανική βιομηχανία, υπογράφοντας και Σύμφωνο Φιλίας εν μέσω Πολέμου το 1941, υπογραφέν εκ των Φραντς Φον Πάπεν και Σουκρού Σαράτσογλου.
Η σαφής προτίμηση έναντι της Ναζιστικής Γερμανίας εδραζόταν σε ιδεολογικοπολιτικούς λόγους αφενός στο παρεμφερές στρατοκρατικό και αυταρχικό κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα Κεμαλισμού-Ναζισμού και αφετέρου στην πεποίθηση πως απαιτείται η εξαίρεση της Γερμανίας από το κάδρο του υφέρποντος και υπαρκτού Αντιδυτικισμού, ο οποίος ενισχυόταν μέσω του Συνδρόμου των Σεβρών που αναφερόταν στις δυτικές δυνάμεις που διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήτοι τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η αδιατάρακτη ιδιότυπη συμμαχία μεταξύ της ευρωπαϊκής Γερμανίας και της ευρασιατικής Τουρκίας, έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπου η Ομοσπονδιακή Γερμανία λειτούργησε ως μέντορας της Τουρκίας, μέσω της δικής της Πρόσδεσης στις Ευρατλαντικές δομές και νόρμες (Westbindung), εισάγοντάς την στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, ενδυναμώνοντας τους ήδη υπάρχοντες δεσμούς στο επίπεδο της πολιτικοστρατιωτικής συνεργασίας. Καθ ‘όλο το διάστημα του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο χώρες απολάμβαναν ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο πλαίσιο πολιτικο-οικονομικής συνεργασίας υπό την νατοϊκή ομπρέλλα ασφαλείας.
Η πρώιμη Μεταψυχροπολεμική Εποχή και η διάλυση της ΕΣΣΔ, έφερε στο γεωπολιτικό προσκήνιο τους δύο διαχρονικούς εταίρους, οι οποίοι αναζητούσαν νέο ρόλο στο διεθνές σύστημα, η Γερμανία ως Πολιτειακή Δύναμη, βασική ατμομηχανή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και ισχυρότατος γεωοικονομικός παράγων μετά την Επανένωση και η μιλιταριστική, εμπνεόμενη απ’ την τουρκο-ισλαμική σύνθεση, μεταβατική Τουρκία, απαλλαγμένη από την σοβιετική απειλή.
Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης νατοϊκής αναγκαιότητας να διατηρηθεί η τουρκική πρόσδεση στο άρμα της Δύσης, η Γερμανία μέσω της Σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Σρέντερ λειτούργησε ως “μεσίτης” (Makler), προμαχώντας υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας και του δυνητικού εξευρωπαϊσμού- εκδημοκρατισμού της.
Υποτιμώντας πλήρως τις διεργασίες εσωτερικού μετασχηματισμού της Τουρκίας,που λάμβαναν χώρα, η γερμανική πολιτική ελίτ επένδυσε σε περαιτέρω εμβάθυνση των γερμανοτουρκικών σχέσεων στο πλαίσιο της δυναμικής της οικονομικής αλληλεξάρτησης και της “κοινωνικοποίησης δρώντων” βάσει του Φιλελεύθερου Προτύπου υπό συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο, της γερμανικής εκδοχής του Ordnung –Liberalismus.
Η ανάδυση της αναθεωρητικής αυταρχικής αντιδυτικής και ισλαμιστικής-Φονταμενταλιστικής Τουρκίας, κλόνισε την πολιτική τάξη της Γερμανίας ενώ οι διαρκείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016 και η απόπειρα τουρκικής εμπλοκής στα γερμανικά και ευρωπαϊκά δρώμενα μέσω υβριδικών μεθόδων επιρροής, έστρεψε την γερμανική κοινή γνώμη συντριπτικά εναντίον της Τουρκίας, και προσανατόλισε την γερμανική ιθύνουσα τάξη στον ενταφιασμό της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας.
Η σταδιακή επιστροφή του ρεαλισμού στη γερμανική πολιτική σκηνή παράλληλα με την αλληλεπίδραση των πεδίων εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής προδιαγράφουν ένα πραγματιστικό εταιρικό πλαίσιο μεταξύ Γερμανίας-Τουρκίας για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Στον αναδυόμενο ρευστό και υβριδικό πολυπολικό κόσμο του 21ου αιώνα, τόσο η Γερμανία όσο και η Νέο-Οθωμανική Τουρκία προβάλλουν ηγεμονικές επιδιώξεις είτε ήπιας (Γερμανία), είτε σκληρής μορφής (Τουρκία).
Και οι δύο χώρες ενστερνίζονται, στο πλαίσιο του προσδιορισμού της γεωπολιτικής-γεωοικονομικής ταυτότητας και του ρόλου που απορρέει εξ αυτής, την γερμανικής εμπνεύσεως, θεώρηση της Κεντρικής Δυνάμεως (Zentrale Macht).
Στον 21ο αιώνα η Κεντρική Δύναμη λογίζεται ως το επίκεντρο που ασκεί ηγεμονία στην περιφέρεια μέσω της Ισχύος των Δικτύων Επιρροής (network power) έχοντας εκτεταμένη διείσδυση στις αναδυόμενες αγορές και έλεγχο της πρόσβασης των ανταγωνιστών τους σ αυτές.
Αν και η ξεκάθαρη έμφαση στην Οικονομική Διάσταση της Εξωτερικής Πολιτικής (Wirtschafts-Aussenpolitik), που διέπει το Βερολίνο, προσκρούει στην “σκληρή” ηγεμονική αντίληψη της Ερντογανικής Τουρκίας, εντούτοις η υιοθετηθείσα παγκόσμια στρατηγική της Γερμανίας μετά το 2014, βάσει του οργανωσιακού, πολιτικοοικονομικού προτύπου του Ordnung-Liberalismus, προσβλέπει εντός των στρατηγικών επιδιώξεων του γερμανικών εταιριών αιχμής, σε διευρυμένες συνεργασίες οικονομικού χαρακτήρα (και η Τουρκία αποτελεί προνομιακό πεδίο των γερμανικών εξαγωγικών εταιριών αιχμής) ανεξαρτήτως αξιακών κριτηρίων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα εντάσσονται και οι αυξανόμενες γερμανικές εξαγωγές πολεμικού υλικού στην Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Η τωρινή γερμανική ηγεσία, όντας κοντόφθαλμη, από-ιδεολογικοποιεί την εξωτερική πολιτική, στερώντας της την πολιτισμική διάσταση, προσδοκώντας πρόσκαιρα οφέλη, αδυνατώντας να αντιληφθεί τον κίνδυνο παράλυσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από τις διαρκείς αναθεωρητικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας.
Εντούτοις, η αντιτουρκική στάση της Γαλλίας και η πρωτοβουλία της Pax Mediterranea, ωθεί την γερμανική ηγεσία σε ατραπούς που δύνανται να την ξεστρατίσουν.
Η διατήρηση του γαλλογερμανικού άξονα αποτελεί κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα για την Γερμανία, όπως και ο μείζων ευρωπαϊκός χώρος, παρά τον υφιστάμενο ανταγωνισμό εντός των ευρωπαϊκών τειχών. Αν η προκλητική στάση της Τουρκίας οδηγήσει την γαλλική πλευρά σε άκρα, τότε το Βερολίνο θα βρεθεί ενώπιον τεράστιου διλήμματος για το οποίο δεν είναι προετοιμασμένο.
Επιπρόσθετα η εταιρική σχέση με την Τουρκία ακόμη εξαρτάται και απ’ τις ΗΠΑ εξαιτίας της εκπεφρασμένης προθυμίας της Ουάσιγκτον να μην διαρραγεί ότι έχει απομείνει απ’ τον δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας.
Παραταύτα, η ρευστότητα του διεθνούς συστήματος και οι συσχετισμοί ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο προδιαθέτουν είτε την συνέχιση της γερμανικής εταιρικής σχέσης με την Τουρκία με κίνδυνο αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είτε την ολική αναθεώρηση των σχέσεων με την Ερντογανική Ηγεσία, προσδοκώντας σε ανατροπή δεδομένων στο τουρκικό εσωτερικό πεδίο μεσοπρόθεσμα.
Αυτό που διαφαίνεται προσώρας, είναι πως η γερμανική πλευρά επιδιώκει να κερδίσει χρόνο, κατευνάζοντας την Γαλλία και αποθαρρύνοντας παράλληλα την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.
* Ο κ. Κων/νος. Θ Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος του Geneva Centre for Security Policy