Γιούρι Κοβάλτσουκ: Ο “αρχιστράτηγος” του Πούτιν στον πόλεμο της παραπληροφόρησης

Η Μαρίνα Οβσιανίκοβα διέκοψε το βραδινό δελτίο ειδήσεων στο ρωσικό Channel One την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς εμφανίστηκε πίσω από μια παρουσιάστρια του καναλιού κρατώντας πλακάτ που έγραφε “Όχι στον πόλεμο” και “Μην πιστεύετε την προπαγάνδα. Εδώ σας λένε ψέματα”. Οι αρχές απομάκρυναν την παραγωγό ειδήσεων και την έθεσαν υπό κράτηση για περισσότερες από 12 ώρες. Της επιβλήθηκε πρόστιμο και, σύμφωνα με τα ρωσικά κρατικά MME, εναντίον της διερευνάται υπόθεση για διασπορά ψευδών ειδήσεων. “Ήθελα να δείξω στον κόσμο ότι η πλειονότητα των Ρώσων τάσσεται κατά του πολέμου στην Ουκρανία”, δήλωσε η Οβσιανίκοβα στο CNN. Η εφαρμογή του νέου ρωσικού νόμου κατά της “αποκλίνουσας κυβερνητικής αλήθειας” θα έφερνε την Οβσιανίκοβα αντιμέτωπη με ποινή κάθειρξης έως και 15 έτη.

Ο ίσκιος του Βλαντίμιρ Πούτιν “πλανιέται” πάνω από τη -σοβιετικού τύπου- διαστρέβλωση της αλήθειας, αφού -για παράδειγμα- απαγορεύεται η χρήση της λέξης “πόλεμος” από τα ρωσικά ΜΜΕ και χρησιμοποιείται ο όρος “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”, στόχος της οποίας είναι “η αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας”, όπως ισχυρίζεται η Μόσχα. “Αρχιστράτηγος” του Πούτιν στον πόλεμο της παραπληροφόρησης είναι ο Γιούρι Κοβάλτσουκ, ο 70χρονος ολιγάρχης, “στενός σύμβουλος” και “προσωπικός τραπεζίτης” του Πούτιν, όπως αναφέρουν οι ΗΠΑ στο σκεπτικό που συνοδεύει τις κυρώσεις που του επέβαλαν το 2014. Πούτιν και Κοβάλτσουκ ήταν “σχεδόν αχώριστοι” τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με παρατηρητή του Κρεμλίνου. Ο Κοβάλτσουκ, μέσω της εταιρείας National Media Group, έχει τον έλεγχο των ειδήσεων που βλέπουν και ακούν οι Ρώσοι. Έχει μετοχές στο Channel One και στα τηλεοπτικά δίκτυα της Ρωσίας με την ευρύτερη επιρροή στην κοινή γνώμη. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η εταιρεία του απέκτησε μερίδιο στη VK: τη μεγαλύτερη εταιρεία μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη Ρωσία.

Κοβάλτσουκ και Πούτιν είναι στενοί φίλοι. Διαθέτουν ο καθένας τη δική του ντάτσα στον Ισθμό της Καρελίας, ως μέρος της συνεταιριστικής εταιρείας Ozero, και -σύμφωνα με τα Panama Papers- ο Ρώσος ολιγάρχης φιλοξένησε τον γάμο της κόρης του Πούτιν το 2013. Τα τελευταία δύο χρόνια, ο Κοβάλτσουκ “είναι ο de facto Νο2 ισχυρός άνδρας στη Ρωσία και αυτός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην “αυλή” του προέδρου”, λέει ο Ρώσος δημοσιογράφος Mikhail Zygar.

“Όταν ο κόσμος λέει ρωσική κρατική τηλεόραση, στην πραγματικότητα εννοεί “τηλεόραση Κόβαλτσουκ””, επισημαίνει ο Anders Åslund, ειδικός στους Ρωσούς ολιγάρχες. “Ο Πούτιν δεν εμπιστεύεται αρκετά το κράτος. Θέλει ο πιο κοντινός του άνθρωπος να ελέγχει τα τηλεοπτικά media”.

Ο Κοβάλτσουκ, ο οποίος κατά την εκτίμηση του Forbes αξίζει 1,3 δισ. δολάρια, δημιούργησε τον όμιλο National Media Group το 2008 σε συνεργασία με έναν άλλον ολιγάρχη, τον Αλεξέι Μορντάσοφ. Η Αλίνα Καμπάεβα -η φημολογούμενη ερωμένη του Βλαντίμιρ Πούτιν- είναι πρόεδρος της εταιρείας. Εκτός από το Channel One, η National Media Group ελέγχει τα δημοφιλή ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια 5TV, REN-TV (πρώην αντιπολιτευτικό κατά του Πούτιν δίκτυο) καθώς και το ψυχαγωγικό κανάλι CTC. Επιπλέον, κατέχει μερίδια σε εφημερίδες, ψηφιακά μέσα και στούντιο.

Ο όμιλος National Media Group είναι “ένας από τους δύο κορυφαίους παίκτες στη ρωσική αγορά των ΜΜΕ. Ο άλλος είναι η κρατική VGTRK”, λέει ο Ίλια Γιάμπλοκοφ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στην Αγγλία.

Η National Media Group και ο Κοβάλτσουκ δεν ανταποκρίθηκαν αμέσως σε αίτημα για σχολιασμό.

Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, τα ρωσικά τηλεοπτικά δίκτυα αναπαράγουν θέματα που εγείρει ο ίδιος ο Πούτιν στις ομιλίες ή στα διαγγέλματά του. Τις τελευταίες ημέρες, αναλυτές και τηλεπαρουσιαστές προώθησαν τις θεωρίες συνωμοσίας για την ανάπτυξη βιολογικών όπλων από την Ουκρανία με αμερικανική υποστήριξη. Κίεβο και κυβέρνηση Μπάιντεν έχουν αρνηθεί αυτές τις κατηγορίες.

Ο Κοβάλτσουκ “φημίζεται για τις αντιφιλελεύθερες και αντιδυτικές απόψεις του” αλλά και τον “συνωμοσιολογικό” τρόπο σκέψης του, λέει η Τατιάνα Στανόβαγια, συνεργάτιδα-ερευνήτρια στο Carnegie Moscow Center και ιδρύτρια της ιστοσελίδας R. Politik. “Άνθρωποι όπως ο Κοβάλτσουκ αντιλαμβάνονται τις προτεραιότητες και τους στόχους του Πούτιν”, τόνισε η ίδια. “Έπειτα προσπαθούν να προσαρμόσουν την τακτική των ΜΜΕ στις ανάγκες αυτές”.

Τον Δεκέμβριο του 2021, ο όμιλος National Media Group του Κοβάλτσουκ απέκτησε -από τον ολιγάρχη Αλισέρ Ουσμάνοφ- το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του ρωσικού “κολοσσού” των social media, VK. Μετά την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η VK απομάκρυνε μεγάλο μέρος της διοίκησης της εταιρείας και αναβάθμισε συγγενείς του Κοβάλτσουκ, σύμφωνα με τον ανεξάρτητο ρωσικό ειδησεογραφικό ιστότοπο The Bell. Σήμερα, η VK χρησιμοποιείται από το Κρεμλίνο για τη στρατολόγηση μισθοφόρων που θα πολεμήσουν στην Ουκρανία, σύμφωνα με το BBC.

“Η VK διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, διαδίδει τα αφηγήματα που θέλει το Κρεμλίνο και τιμωρεί όσους χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για την έκφραση εναλλακτικών απόψεων”, τονίζει ο Γιάμπλοκοφ. “Η VK είναι πλέον τόσο “ανοιχτή” όσο οι ρωσικές εσωτερικές υπηρεσίες πληροφοριών”.

Κοβάλτσουκ και Πούτιν συνήψαν στενούς δεσμούς στην Αγία Πετρούπολη κατά τη δεκαετία του 1990, όταν η Rossiya Bank του Κοβάλτσουκ στήριξε την πολιτική ανέλιξη του Πούτιν. Ο Κοβάλτσουκ δρούσε τότε -όπως και τώρα- στο παρασκήνιο. Ο Ντέιβιντ Λίνγκελμπαχ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βαλτιμόρης, εργάστηκε στη Ρωσία κατά τη δεκαετία του 1990 στον τραπεζικό και επενδυτικό τομέα. Συναντήθηκε αρκετές φορές με τον Πούτιν -όταν ο νυν Ρώσος πρόεδρος ήταν πρώτος αντιδήμαρχος Αγίας Πετρούπολης- για να διευκολύνει τις κινήσεις ξένων επενδυτών. “Συνάντησα τους περισσότερους από τον στενό κύκλο του Πούτιν -τον Ιγκόρ Σετσίν, τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, τον Αλεξέι Μίλερ- αλλά ποτέ δεν είδα, ούτε είχα καμία επαφή με τον Κοβάλτσουκ”, λέει ο Λίνγκελμπαχ. “Εκ των υστέρων, ο Πούτιν είχε κάτι σαν διπλή οικονομική ζωή, την οποία συνδιαμόρφωνε με τον Κοβάλτσουκ”.

Όταν ο Πούτιν εξελέγη πρόεδρος το 2000, ο Κοβάλτσουκ χρησιμοποίησε τη Rossiya Bank για να χτίσει την αυτοκρατορία του στα ΜΜΕ, βρίσκοντας στήριξη στην επιχείρηση του Πούτιν να “εξοντώσει” τον αντιπολιτευτικό Τύπο. Το 2000, ο Ρώσος πρόεδρος συνέλαβε τον “βαρόνο των ΜΜΕ” Βλαντιμίρ Γκουσίνσκι με την κατηγορία της απάτης και τον ανάγκασε να πουλήσει τις συμμετοχές του σε ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του REN-TV, με αγοραστή την κρατική Gazprom. (Έκτοτε ο Γκουσίνσκι, ο οποίος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, έχει εξαφανιστεί από τον δημόσιο βίο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε το 2004 ότι οι κατηγορίες εναντίον του Γκουσίνσκι είχαν πολιτικά κίνητρα). Στη συνέχεια, ο Πούτιν “μεσολάβησε” ώστε να πουλήσει η Gazprom τα εν λόγω μερίδια, καθώς και την ασφαλιστική επιχείρηση Sogaz και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, στη Rossiya Bank σε τιμή ευκαιρίας.

Οι συναλλαγές αυτές εντάσσονταν σε μια ευρύτερη μετατόπιση πλούτου -κατά τη δεκαετία του 2000- από τους ολιγάρχες και το ρωσικό κράτος στις τσέπες του Πούτιν και των φίλων του. Κρατικά περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 60 δισ. δολαρίων διοχετεύτηκαν μέσω της Gazprom στη Rossiya Bank του Κοβάλτσουκ και σε οντότητες που ανήκαν σε άλλους συμμάχους του Πούτιν -όπως οι αδελφοί Ρότενμπεργκ και ο Γκενάντι Τιμτσένκο- κατά την περίοδο 2004-2007, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν οι Ρώσοι αντιπολιτευόμενοι Βλαντίμιρ Μίλοφ και Μπόρις Νεμτσόφ το 2008. (Ο Νεμτσόφ δολοφονήθηκε το 2015, όταν τον πυροβόλησε άγνωστος σε γέφυρα της Μόσχας).

“Στην πρώτη θητεία του Πούτιν, υπήρχαν συζητήσεις που ήθελαν τα μη βασικά περιουσιακά στοιχεία των μονοπωλίων, συμπεριλαμβανομένης της Gazprom, να διοχετεύονται στην ανοιχτή αγορά για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός”, δήλωσε στο Forbes ο Βλαντίμιρ Μίλοφ, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη Ρωσία. “Ωστόσο, ο Πούτιν ματαίωσε το σχέδιο αυτό και μεταβίβασε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία στους στενούς του φίλους. Η Gazprom δεν έλαβε τίποτα, οι φορολογούμενοι δεν έλαβαν τίποτα, και έτσι αντί να εισέλθουμε σε μια εποχή μεταρρυθμίσεων, περάσαμε στην εγκαθίδρυση ενός συστήματος ελέγχου που διαχειριζόταν μια ολιγομελής ομάδα φίλων του Πούτιν”.

Καθώς μαίνεται ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο ρόλος του Κοβάλτσουκ ενισχύεται. Οι ολιγάρχες με περιουσιακά στοιχεία σε Ευρώπη και ΗΠΑ “παραπαίουν” υπό το βάρος των κυρώσεων που τους επιβάλλει η Δύση, ενώ ο Πούτιν φέρεται να προχωρεί σε εκκαθαρίσεις κορυφαίων κατασκόπων και αξιωματικών του στρατού αντιδρώντας στο “βάλτωμα” της ρωσικής πολεμικής επιχείρησης. 

“Ο Κοβάλτσουκ είναι ο άνθρωπος με τον οποίο ο Πούτιν μπορεί να μοιράζεται τη ζωή και τα οράματά του”, λέει η Στανόβαγια. “Και τον εμπιστεύεται”.

capital.gr