Οι ΗΠΑ θέλουν να πιέσουν τη Ρωσία, “πέφτουν” όμως πάνω στη Γερμανία

Το “παλιό γερμανικό πρόβλημα” αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, την ώρα που επιθυμούν να κλιμακώσουν την πίεση προς τη Ρωσία, όπως σημειώνουν πηγές της αμερικανικής κυβέρνησης στο πρακτορείο Bloomberg.

Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ αναμένεται να βρεθεί αυτή την εβδομάδα στη Μόσχα, σε μια γνωστή διαδρομή για Γερμανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους, η οποία πολλές φορές οδηγεί σε εντάσεις μεταξύ Βερολίνου και Ουάσινγκτον.

Την Τρίτη, η κ. Μπέρμποκ θα έχει συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό της, Σ. Λαβρόφ, στο πλαίσιο μιας μακράς παράδοσης γερμανορωσικής διπλωματίας η οποία πολλές φορές φέρνει σε άβολη θέση τους δυτικούς συμμάχους της Γερμανίας.

Στο επίκεντρο των αμερικανικών ανησυχιών βρίσκεται ο προβληματισμός κατά πόσο η τρικομματική γερμανική κυβέρνηση υπό τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς έχει πραγματική διάθεση επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία και κατά πόσο είναι συμπαγής έναντι του πρότζεκτ του αγωγού φυσικού αερίου που συνδέει απευθείας τη Ρωσία με τη Γερμανία, Nord Stream 2.

Στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, “μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί ότι πρέπει να παραχωρηθεί στη Ρωσία μια ξεχωριστή ζώνη επιρροής στην Ευρώπη ως αντάλλαγμα για τη συνέχιση της παροχής φυσικού αερίου”, τονίζει η Stefanie Babst, πρώην ανώτερη αξιωματούχος του NATO.

Η κυβέρνηση Σολτς, από την πλευρά της, αρνείται ότι υπάρχει οποιαδήποτε ένταση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας. Πράγματι, μια πλειοψηφία των Γερμανών μοιάζει να επιθυμεί την έναρξη λειτουργίας του Nord Stream 2, ωστόσο μόλις το 17% όσων απάντησαν σε σχετική έρευνα θεωρεί τη Ρωσία “αξιόπιστο εταίρο”. Το συνολικό εμπόριο Γερμανίας – Ρωσίας είχε φθάσει σε αξία τα 90 δισ. δολ. μέχερι το 2013, ενώ το 2020, μετά και την προσάρτηση της ουκρανικής Κριμαίας το 2014, είχε περιοριστεί στο μισό αυτού του ποσού. 

Η κατάσταση στις γερμανοαμερικανικές σχέσεις θυμίζει αρκετά την κατάσταση προ τεσσάρων δεκαετιών, όταν ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ δεν είχε ακολουθήσει τη ρητορική του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, που μιλούσε για την ανάγκη της μάχης με την “Αυτοκρατορία του Κακού”, όπως αποκαλούσε την τότε Σοβιετική Ένωση. Και τότε η γερμανική στάση περιελάμβανε την άρνηση ακύρωσης ενός έργου αγωγού φυσικού αερίου.

Η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Wendy Sherman έχει τονίσει ότι σύμμαχοι και εταίροι κινούνται ενωμένοι έναντι της στρατιωτικής κλιμάκωσης που ακολουθεί η Ρωσία, όντες έτοιμοι για “ισχυρότατες οικονομικές κυρώσεις” εάν εκείνη εισβάλει στην Ουκρανία.

Ο προβληματισμός, ωστόσο, στις τάξεις της αμερικανικής κυβέρνησης για το κατά πόσον η Γερμανία θα ακολουθήσει σε μία πολιτική σκληρών αντιποίνων κατά της Ρωσίας παραμένει. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη διατηρεί πολύ μεγαλύτερους οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τη Ρωσία σε σχέση με τους αντίστοιχους δεσμούς των ΗΠΑ, τονίζει ο Νιλς Σμιντ, εκπρόσωπος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής στο κάτω σώμα (Μπούντεσταγκ) του γερμανικού κοινοβουλίου.

“Είναι εύκολο για τις ΗΠΑ να καλούν τη Γερμανία να λάβει σκληρότερη στάση”, σημειώνει ο Σμιντ. “Η Δύση πρέπει να αναρωτηθεί εάν είναι έτοιμη να πληρώσει το οικονομικό τίμημα”, αναφέρει, δείχνοντας την προοπτική ενός ενεργειακού μποϊκοτάζ από πλευράς Μόσχας. “Υπάρχουν καλοί λόγοι να μην το κάνει”, προσθέτει.

Τα ερωτήματα αφορούν και την ενότητα εντός του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού στο ζήτημα της Ρωσίας, με την Μπέρμποκ, συμπροέδρου των οικολόγων Πρασίνων, η οποία ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στις 8 Δεκεμβρίου, να εμφανίζεται έντονα επικριτική προς τη Ρωσία, αλλά τον Σολτς να τηρεί χαμηλότερους τόνους, δεδομένου ότι οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες θεωρούνται παραδοσιακά φιλικοί προς τη Μόσχα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τελευταίος προ Σολτς σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, εντάχθηκε στο Δ.Σ. του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Gazprom, λίγους μήνες αφότου εγκατέλειψε το αξίωμα του επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης, το 2005.

Ο Σολτς έχει αποφύγει να συνδέσει το μέλλον του Nord Stream 2 με την κατάσταση στο ουκρανικό, σημειώνοντας απλώς ότι μια πιθανή παραβίαση των συνόρων της Ουκρανίας από τη Ρωσία θα είχε “σοβαρότατες συνέπειες”.

Ο Σμιντ, ωστόσο, σημειώνει ότι ο καγκελάριος θα μπορούσε να εξετάσει μέτρα κατά του Nord Stream 2 σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ο Γιούργκεν Τρίτιν, βουλευτής των Πρασίνων και βετεράνος της συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων επί καγκελαρίας Σρέντερ, τονίζει από την πλευρά του ότι τόσο ο Σολτς όσο και η Μπέρμποκ έχουν ξεκαθαρίσει ότι η ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο σε περίπτωση κλιμάκωσης στην Ουκρανία, ειδικά εάν ο πρόεδρος Πούτιν “εργαλειοποιήσει την ενέργεια” στο πλαίσιο μιας τέτοιας σύγκρουσης. 

Στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, το 1963, ο σοσιαλδημοκράτης Έγκον Μπαρ είχε προτείνει συγκεκριμένα βήματα προσέγγισης με την τότε Σοβιετική Ένωση, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της Ostpolitik, της πολιτικής ύφεσης με το ανατολικό μπλοκ που ακολούθησε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε από σειρά γερμανικών κυβερνήσεων.

Βάση της αποτελούσε η έμφαση στην ειρήνη, ο ρεαλισμός, ο διάλογος – ακόμη και με εκατέρωθεν κριτική – με τη Ρωσία, καθώς η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τη Μόσχα.

Ο Πούτιν αναφέρεται συχνά στις ιδέες του Μπαρ, πράγμα που έπραξε και στην τελευταία ετήσια συνέντευξη Τύπου του.

Σε συνέντευξή του στη γερμανική Die Zeit τον Ιούνιο, ο αρχηγός του ρωσικού κράτους είχε αναφέρει ότι ο Μπαρ “πρότεινε μια ριζοσπαστική αναδόμηση ολόκληρού του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, με τη συμμετοχή τόσο της ΕΣΣΔ, όσο και των ΗΠΑ. Κανείς όμως στην ΕΣΣΔ, στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη δεν ήταν διατεθειμένος να τον ακούσει”.

Για τον “πράσινο” Τρίτιν, οι διαφορές μεταξύ Ουάσινγκτον και Ευρώπης για το ζήτημα της Ρωσίας είναι αναπόφευκτες: “Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε δίπλα στη Ρωσία”, κάτι που δεν ισχύει για τις ΗΠΑ, σημειώνει.

capital.gr