Μια έκθεση από έναν ειδικό του ΟΗΕ έρχεται να υπενθυμίσει ότι ο πλανήτης αντιμετωπίζει και μια άλλη πανδημία: αυτή της φτώχειας
Τα τελευταία χρόνια διάφοροι διεθνείς αναλυτές αλλά και οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν υποστηρίξει ότι παγκοσμίως έχουμε μια σημαντική υποχώρηση της ακραίας φτώχειας.
Οι περισσότεροι στηρίζονται στην εκτίμηση που έχει γίνει ότι το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκη ακραίας φτώχειας έχει υποχωρήσει από 1,895 δισεκατομμύρια το 1990 σε 736 εκατομμύρια το 2915 και από το 36% στο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η εκτίμηση αυτή κατά βάση στηρίζεται στη χρήση ενός συγκεκριμένου δείκτη, της διεθνούς γραμμής φτώχειας (international poverty line) που έχει επεξεργαστεί η Παγκόσμια Τράπεζα για να υπολογίζει το κατώφλι κάτω από το οποίο έχουμε ακραία φτώχεια. Ο υπολογισμός του έγινε με βάση τους εθνικούς ορισμούς σε ορισμένες από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της υποσαχάριας Αφρικής και δεν έχει υπολογιστεί με βάση το κόστος για την κάλυψη βασικών αναγκών. Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται σε 1,9 δολάρια ημερησίως με ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP) του 2011.
Φίλιπ Αλστον
Την εκτίμηση ότι τα πάμε καλά με την καταπολέμηση της φτώχειας έρχεται να διαψεύσει η έκθεση ενός ειδικού του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο Φίλιπ Άλστον, που μέχρι πρότινος είχε την ιδιότητα του ειδικού εισηγητή (rapporteur) του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην τελευταία έκθεση που συνέταξε με την ιδιότητά του αυτή, αμφισβητεί ευθέως τις αισιόδοξες εκτιμήσεις για την παγκόσμια φτώχεια και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την προοπτική επιδείνωσης της παγκόσμιας κοινωνικής κατάστασης εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας του νέου κοροναϊού.
Τα όρια του ορισμού της Παγκόσμιας Τράπεζας
Ο Άλστον υποστηρίζει ότι είναι σφάλμα να στηριζόμαστε στον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας για το όριο της ακραίας φτώχειας. Καταρχάς το όριο αυτό είναι πολύ πιο χαμηλό από τα εθνικά όρια για τη φτώχεια με αποτέλεσμα να δίνει την πλασματική εικόνα ότι ο αριθμός των φτωχών είναι μικρότερος. Για παράδειγμα, με βάση αυτό τον ορισμό οι φτωχοί στις ΗΠΑ είναι 1,2% ενώ με βάση τον εθνικό ορισμό είναι 12,7%, στη Νότια Αφρική είναι 18,9% και όχι 55% και στο Μεξικό 1,7% και όχι 41,9%.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο συγκεκριμένος δείκτης δεν μετράει πραγματικές ανάγκες. Για παράδειγμα ακόμη και με ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο για το προσδιορισμό του, το ελάχιστο κόστος μιας ημερήσιας ισορροπημένης διατροφής 2100 θερμίδων και τριών τετραγωνικών μέτρων χώρου κατοικίας έχει υπολογιστεί στα 2,63 δολάρια ημερησίως για τον αναπτυσσόμενο κόσμο και στα 3,96 δολάρια ημερησίως για τις χώρες υψηλού εισοδήματος.
Αυτό σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός των φτωχών είναι 1,5 φορά μεγαλύτερος και ότι το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας σε πολλές χώρες δεν επαρκεί για τις ελάχιστες ανάγκες διατροφής και στέγασης. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, η αμερικανική κυβέρνηση είχε υπολογίσει ότι το 2011, τη χρονιά που είναι το έτος αναφοράς για την Παγκόσμια Τράπεζα, τα ελάχιστο κόστος διατροφής ήταν 5,04 δολάρια ημερησίως.
Την ίδια στιγμή ο συγκεκριμένος δείκτης παραβλέπει τις έμφυλες διαφορές αλλά και την κατάσταση συγκεκριμένων ομάδων που συχνά ξεφεύγουν από τις επίσημες στατιστικές, όπως είναι οι μετανάστες εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων εσωτερικών μεταναστεύσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες) και οι πρόσφυγες.
Ταυτόχρονα, ο Άλστον επισημαίνει ότι η μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των ανθρώπων σε συνθήκη φτώχειας προήλθε από μία χώρα, την Κίνα, όπου ο σχετικός αριθμός μειώθηκε από 750 εκατομμύρια σε 10 ανάμεσα στο 1990 και το 2015. Εάν βγάλουμε την Κίνα από τον υπολογισμό και θέσουμε ως όριο τα 2,5 δολάρια ημερησίως τότε θα διαπιστώσουμε ότι ο συνολικός αριθμός των φτωχών δεν θα είχε μειωθεί ιδιαίτερα ανάμεσα στο 1990 και το 2015.
Μάλιστα, ακόμη και με τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο στην Υποσαχάρια Αφρική και τη Μέση Ανατολή αυξήθηκε κατά 140 εκατομμύρια ανάμεσα στο 1990 και το 2015. Μάλιστα εκτιμάται ότι μέχρι το 2016 100 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πέσει κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Μάλιστα, δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε πρόοδο. Εάν πάρουμε ως μέτρο τα 5,04 δολάρια ημερησίως τότε η εκτίμηση είναι το 2030 το 28% του παγκόσμιου πληθυσμού ή 2,35 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν κάτω από το όριο αυτό.
Η πανδημία φέρνει φτώχεια
Ο Άλστον επισημαίνει ότι η επίπτωση της πανδημίας του κοροναϊού θα είναι μεγάλη και θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της φτώχειας. Ήδη η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η πανδημία θα σπρώξει 176 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως κάτω από το όριο των 3,2 δολαρίων ημερησίως.
Παράλληλα, ο Άλστον υπογραμμίζει ότι η πανδημία δεν είναι ο μεγάλος «ισοπεδωτής». Αντίθετα, είναι μια πανδημία που τροφοδοτείται από τη φτώχεια και αναδεικνύει πόσο επισφαλή είναι τα «κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας» σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Ακόμη χειρότερα, η πλειοψηφία των «ουσιωδών εργαζομένων» είναι κακοπληρωμένοι, με ελλιπή μέτρα προστασίας και χωρίς σημαντική υποστήριξη.
Στόχοι που έμειναν στα χαρτιά
Κατά τον Άλστον, το πρόβλημα ήταν οι στόχοι για την καταπολέμηση της φτώχειας που είχαν τεθεί από τον ΟΗΕ στο πλαίσιο των «Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» και την «Ατζέντα 2030», σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν προωθηθεί.
Για τον Άλστον το πρόβλημα είναι ότι υπήρξε μια μονόπλευρη έμφαση στην γενική άνοδο του εισοδήματος, παραβλέποντας κρίσιμα ερωτήματα όπως αυτά που αφορούν την αναδιανομή εισοδήματος, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος η γενική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος να αφορά κυρίως τις ελίτ, τις άνισες δημοσιονομικές πολιτικές, τις έμφυλες ανισότητες, τις άνισες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον, ο Άλστον επισημαίνει ότι οι στόχοι του ΟΗΕ στηρίζονταν σε υπέρμετρο βαθμό στην ελπίδα ότι ο ιδιωτικός τομέας θα χρηματοδοτούσε τους στόχους μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας.
Η καταπολέμηση της φτώχειας ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης την εκτίμηση του Άλστον για το πώς θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικά βήματα για την καταπολέμηση της φτώχειας.
Καταρχάς, υποστηρίζει ότι χρειάζεται να συλλάβουμε με νέο τρόπο τη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη και την εξάλειψη της φτώχειας, καθώς η απλή οικονομική μεγέθυνση δεν σημαίνει και μείωση της φτώχειας. Πολλές από τις «αναπτυξιακές» πολιτικές σήμερα, όπως είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, μπορούν να έχουν αρνητικά αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της φτώχειας.
Έπειτα επιμένει ότι η καταπολέμηση της ανισότητας απαιτεί στόχους αναδιανομής εισοδήματος. Το 2017 το ανώτερο εισοδηματικά 1% του παγκόσμιου πληθυσμού απέσπασε το 82% του νέου πλούτου που παρήχθη. Σήμερα το ανώτερο 1% έχει το 45% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το κατώτερο 50% λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Σε μια τέτοια συνθήκη και χωρίς αναδιανομή εισοδήματος η απλή οικονομική ανάπτυξη δεν πρόκειται να επιφέρει σημαντική βελτίωση ως προς το ζήτημα της φτώχειας.
Το τρίτο στοιχείο στο οποίο επιμένει είναι ότι δεν αρκεί η λογική των «προγραμμάτων βοήθειας». Αυτό που χρειάζεται είναι μια στρατηγική φορολογικής δικαιοσύνης. Όπως επισημαίνει το 2015 οι πολυεθνικές μετέφεραν το 40% των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους, την ώρα που παγκοσμίως οι εταιρικοί φόροι υποχώρησαν από κατά μέσο όσο 40,38% το 1980 σε 24,18% το 2019. Ως αποτέλεσμα των χιλιάδων φορολογικών παραδείσων, υπάρχει φοροδιαφυγή έως και 650 δισεκατομμύρια δολάρια με τις αναπτυσσόμενες χώρες να χάνουν 6-13% του συνολικού φορολογικού τους εισοδήματος κάθε χρόνο.
Στην βάση των παραπάνω ο Άλστον επιμένει ότι χρειάζεται να δούμε την καθολική κοινωνική προστασία ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και ως αναπόσπαστο στοιχείο κάθε στρατηγικής για την εξάλειψη της φτώχειας. Παράλληλα, πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος των κυβερνήσεων στο συντονισμό της προσπάθειας, αντί για την τρέχουσα αναβάθμιση της φιλανθρωπίας που δεν αλλάζει τις δομές που γεννούν τη φτώχεια και να ενισχυθούν παράλληλα οι μορφές συμμετοχικής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Και βέβαια όλα αυτά απαιτούν και έναν νέο τρόπο υπολογισμού της φτώχειας παγκοσμίως ώστε να υπάρχει πραγματική αποτύπωση της κατάστασης.
Για τον Άλστον, τελικά, το ζήτημα είναι πώς βλέπουμε την καταπολέμηση της φτώχειας ως πολιτική πρόκληση να θέσουμε ξανά το στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης: «Η φτώχεια είναι μια πολιτική επιλογή και θα είναι εδώ μέχρις ότου συλλάβουμε ξανά την εξάλειψή της ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης».