Εξήντα χρόνια αδιάλειπτης τουρκικής παρουσίας στη Γερμανία: πώς οι πρώτοι μετανάστες της δεκαετίας του ’60 εξελίχθηκαν στη σημερινή μειονότητα που αριθμεί 2,75 εκατομμύρια ψυχές. Τι παιχνίδι παίζει μαζί τους η Αγκυρα
Με τα εξήντα χρόνια αδιάλειπτης τουρκικής παρουσίας στη Γερμανία ασχολήθηκε άρθρο του βρετανικού Economist αφιερωμένο «στην ιστορία της τουρκικής μειονότητας των 2,75 εκατομμυρίων». Οι Τούρκοι πήγαν εκεί ως ανειδίκευτοι εργάτες βάσει μιας συμφωνίας του 1961 και χαρακτηρίστηκαν όπως και οι Ευρωπαίοι μετανάστες της ίδιας περιόδου (Ελληνες, Ιταλοί, Ισπανοί και Πορτογάλοι) «γκασταρμπάιτερ», δηλαδή φιλοξενούμενοι εργάτες. Οι περισσότεροι από τους Ευρωπαίους επέστρεψαν στις πατρίδες τους όταν η εθνική οικονομική ζωή καθεμιάς από τις χώρες του Νότου επέτρεψε την απορρόφησή τους, ωστόσο οι 750.000 Τούρκοι παρέμειναν εκεί, «στον σταθμό του Μονάχου» και «στις φάμπρικες της Γερμανίας», και, φυσικά, πολλαπλασιάστηκαν. Πλέον αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα της Γερμανίας, ενώ παίζουν ρόλο και στον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου, η οποία χαρακτηρίζεται διαχρονικώς (και κυρίως από τα χρόνια του Ατατούρκ και έπειτα) από φιλοτουρκισμό.
Εξυπακούεται ότι μέσα σε 60 χρόνια ξενιτιάς, οι αρχικοί τούρκοι «γκασταρμπάιτερ» έφτιαξαν κουτσά στραβά τη ζωή τους, απόλαυσαν και αυτοί τα καλά της μεταπολεμικής αστικής ανάπτυξης της Δύσης και, συν τω χρόνω, ο ορίζοντάς στους διευρύνθηκε πέραν του σημείου της απόκτησης κάποιου «σκαραβαίου» ή ενός μικρού Οpel. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί απόγονοί τους κατάφεραν να ανέλθουν κοινωνικά και να ξεφύγουν από το μεροκάματο. Σήμερα υπάρχουν τουρκικής καταγωγής γερμανοί βουλευτές, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, ακόμη και ποδοσφαιριστές στην Εθνική Γερμανίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προκοπής τους –που πανηγυρίστηκε δεόντως από τη «μητέρα πατρίδα» τους– είναι η περίπτωση των επιστημόνων ιδρυτών της εταιρείας BioNtech που συνεργάστηκαν με την Pfizer στην παρασκευή του αντικορονοϊκού σκευάσματός της, δηλαδή του ζεύγους Ουγούρ Σαχίν και Οζλέμ Τουρετζί.
Το βρετανικό περιοδικό περιέγραψε σε σχετικό άρθρο τις κακουχίες των πρώτων τούρκων μεταναστών στη Γερμανία και σημείωσε την προκατάληψη με την οποία αντιμετωπίστηκαν από το γερμανικό κράτος: «Η δυσπιστία εκφράστηκε στην κυβερνητική πολιτική. Το 1983, ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, ο οποίος ήθελε να μειώσει στο μισό τον τουρκικό πληθυσμό της Γερμανίας, προσέφερε στους τούρκους φιλοξενούμενους εργάτες κεφάλαια για τον επαναπατρισμό τους. Μόνο το 2014 οι γεννημένοι στη Γερμανία Τουρκογερμανοί μπόρεσαν να αποκτήσουν διπλή υπηκοότητα. Αλλά στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα, τα δύο τρίτα των ενηλίκων, ενάμισι εκατομμύριο άτομα συνολικά, δεν έχουν γερμανική υπηκοότητα». Ο Economist φιλοξένησε τις απόψεις τουρκογερμανών καθηγητών, σύμφωνα με τις οποίες και εν έτει 2021 «οι Γερμανοί με ονοματεπώνυμα τουρκικής καταγωγής εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στη στέγαση και στην αγορά εργασίας». Σε αυτό το κοινό των παρακατιανών, ας πούμε, Τουρκογερμανών, οι οποίοι δεν κατάφεραν να σπουδάσουν και να κερδίσουν τον σεβασμό των ντόπιων, απευθύνεται ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να υποδαυλίσει τον «ρεβανσιστικό εθνικισμό». Σε αυτό το σημείο οι Βρετανοί θύμισαν και την περίπτωση του ποδοσφαιριστή Μεσούτ Οζίλ που άφησε την Εθνική Γερμανίας το 2018, ύστερα από τον θόρυβο για τη φωτογραφία του με τον Ερντογάν. Οι νεοναζιστικού χαρακτήρα επιθέσεις διαφόρων περιθωριακών ομάδων εις βάρος μεταναστών δεύτερης γενιάς έπληξαν και τους Τούρκους της Γερμανίας, οι οποίοι μεταξύ 2000 και 2011 θρήνησαν θύματα σε τέτοια περιστατικά.
Πηγή: Protagon.gr