Η Γερμανία έχει πρόβλημα

Γράφει ο Lukas Hermsmeier

Opinion/The New York Times

Η “αναμέτρηση” με την ακροδεξιά έχει καθυστερήσει πολύ

Εν μέσω της πυρετώδους συζήτησης για την αποστολή αρμάτων μάχης από τη Γερμανία στην Ουκρανία, είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι μόλις πριν από δύο μήνες οι αρχές συνέλαβαν 25 άτομα της ριζοσπαστικής δεξιάς που σχεδίαζαν πραξικόπημα για την ανατροπή της γερμανικής κυβέρνησης.

Η ομάδα των επίδοξων στασιαστών -οπαδών του αντισημιτικού κινήματος Reichsbürger (“πολίτες του Ράιχ”), που υποστηρίζουν ότι όλες οι γερμανικές κυβερνήσεις μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μη νόμιμες- περιελάμβανε στρατιωτικούς, αστυνομικούς, εφέδρους του στρατού, έναν αριστοκράτη “πρίγκιπα” ηγέτη και, κυρίως, ορισμένα μέλη του ακροδεξιού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), μεταξύ των οποίων και ένα πρώην μέλος του γερμανικού κοινοβουλίου.

Οι ιδέες της συγκεκριμένης ομάδας είναι εκκεντρικές και το σχέδιό της δεν είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Κι όμως, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η αποκάλυψη ενός βαριά οπλισμένου κινήματος που είχε στόχο την κατάλυση του κράτους θα πυροδοτούσε μια έντονη συζήτηση σχετικά με τον εθνικισμό και την ακροδεξιά βία. Η Γερμανία, άλλωστε, φημίζεται για την “αναμέτρηση” με το φασιστικό παρελθόν της. Αυτό όμως δεν συνέβη. Μετά από ορισμένες “χλιαρές” εικασίες για το ενδεχόμενο απαγόρευσης του κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, γνωστό με το ακρωνύμιο AfD, το θέμα σχεδόν εξαφανίστηκε από τον δημόσιο διάλογο.

Αυτή η εξέλιξη -ή ακριβέστερα, η έλλειψη εξελίξεων- είναι σύμπτωμα ενός ανησυχητικού γεγονότος: η Γερμανία έχει πρόβλημα με τον δεξιό εξτρεμισμό. Το καθιστά ιδιαίτερα εμφανές η άνοδος του AfD, το οποίο ουσιαστικά λειτουργεί ως κοινοβουλευτικός βραχίονας του ευρύτερου ακροδεξιού κινήματος. Το κόμμα, το οποίο συγκεντρώνει περίπου το 15% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο και αποτελεί τη μεγαλύτερη εκλογική δύναμη σε ορισμένες περιοχές, ιδρύθηκε μόλις το 2013. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε μια μόλις δεκαετία, έχει μετατοπίσει ριζικά την πολιτική ζωή της χώρας προς τα δεξιά.

Γνωστό σήμερα κυρίως για την επιθετική αντιμεταναστευτική στάση του, το κόμμα στις πρώτες μέρες ύπαρξής του δεν εστίαζε ιδιαίτερα στο μεταναστευτικό. Προτεραιότητά του, αρχικά, ήταν η οικονομία. Οι 18 άνδρες -μεταξύ των οποίων αρκετοί οικονομολόγοι, ένας πρώην συντηρητικός δημοσιογράφος και επιχειρηματίες- που ίδρυσαν το κόμμα τον Φεβρουάριο του 2013, είχαν έναν βασικό στόχο: την αποχώρηση της Γερμανίας από τη νομισματική ένωση της ΕΕ, ή την κατάλυσή της. Θέση, φυσικά, επί της ουσίας εθνικιστική.

Δύο χρόνια αργότερα, όταν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως από τη Συρία και το Αφγανιστάν, κατέφυγαν στην Ευρώπη, το κόμμα ήταν έτοιμο να δρέψει τους καρπούς των κόπων του. Ο Alexander Gauland, ηγετικό στέλεχος του AfD, χαρακτήρισε τη μεταναστευτική κρίση ως “δώρο” για το κόμμα. Μέσω των αδιάκοπων βολών του κατά της μετανάστευσης και του υποτιθέμενου “εξισλαμισμού” της Γερμανίας, το AfD άλλαξε το κοινό αίσθημα και προκάλεσε εντάσεις, ιδίως στο συντηρητικό στρατόπεδο. Η κυβέρνηση πολύ γρήγορα άρχισε να υπαναχωρεί από την αρχική φιλομεταναστευτική στάση της, αυστηροποιώντας τους νόμους για την παροχή ασύλου και εντείνοντας τις απελάσεις.

Το AfD, εν τω μεταξύ, εδραίωσε τη θέση του στην πολιτική σκηνή της χώρας. Το 2017, κατέστη το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο, αναλαμβάνονται τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παρότι έκτοτε η εκλογική του παρουσία ψαλιδίστηκε και εξασθένισε -για παράδειγμα, στις τελευταίες εκλογές, το 2021, το ποσοστό του υποχώρησε- το κόμμα, με την αντιμεταναστευτική ρητορική του περί “νόμου και τάξης” επηρέασε σημαντικά την κοινή γνώμη. Αντί να εξομαλύνει τις θέσεις του κόμματος, η επιτυχία το ριζοσπαστικοποίησε. Το AfD εξελίσσεται σε μια ολοένα πιο εξτρεμιστική και αντιδημοκρατική δύναμη. Σήμερα, “καθοδηγείται” από ανθρώπους όπως ο Björn Höcke, ηγετικό στέλεχος του κόμματος που, σύμφωνα με δικαστική απόφαση, μπορεί να χαρακτηριστεί νομικά ως “φασίστας”.

Τα προπύργια του κόμματος βρίσκονται στα ανατολικά κρατίδια, όπως η Θουριγγία και η Σαξονία, περιοχές όπου η ανεργία είναι υψηλότερη από ό,τι στη Δύση, οι κρατικές υποδομές έχουν εξαρθρωθεί και οι νέοι τις εγκαταλείπουν στην πρώτη ευκαιρία. Η οικονομική εγκατάλειψη της ανατολικής Γερμανίας μετά τη διάλυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1990 -μια εικόνα τόσο διαφορετική από τα “ανθισμένα τοπία” που υποσχέθηκε ο πρώην καγκελάριος Helmut Kohl- αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη δημοτικότητα του AfD.

Ωστόσο, το κόμμα δεν είναι, όπως θεωρείται συχνά, απλώς ένα φαινόμενο της ανατολικής Γερμανίας. Το AfD λαμβάνει διψήφια ποσοστά και σε ορισμένα κρατίδια της δυτικής Γερμανίας, όπως η Βαυαρία. Στις τοπικές εκλογές της Κάτω Σαξονίας, στα τέλη του 2022, για παράδειγμα, το κόμμα σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό του σε σύγκριση με πέντε χρόνια πριν, φτάνοντας το 11%. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, το 23% των Δυτικογερμανών πιστεύουν ότι η χώρα “έχει πλημμυρίσει από ξένους”. (Το ποσοστό στην ανατολική Γερμανία είναι 40%).

Πίσω από αυτήν την ευρεία υποστήριξη βρίσκεται ο διάχυτος ρατσισμός και αυτό που ο κοινωνιολόγος Oliver Nachtwey χαρακτηρίζει ως “κοινωνία της παρακμής”. Η υπόσχεση της μεταπολεμικής εποχής για θετική εξέλιξη έχει καταρριφθεί προ πολλού. Σχεδόν ένας στους πέντε Γερμανούς εργαζομένους συγκαταλέγεται σήμερα στους χαμηλόμισθους, και η φτώχεια έχει αυξηθεί κατά 40% από το 2010. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, όπου το κράτος φαίνεται να έχει αποτύχει να παράσχει, ως οφείλει, ένα δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και μια αίσθηση αλληλεγγύης, η αντίθεση του AfD στην υποτιθέμενη υπερβατικότητα του κράτους -κυρίως όσον αφορά τα μέτρα και τα εμβόλια για τον κορωνοϊό- βρίσκει ευήκοα ώτα.

Τα αποτελέσματα είναι εμφανή. Σε μια δεκαετία, το AfD έχει καταστεί σημαντική παν-γερμανική πολιτική δύναμη. Παρότι οι εργάτες και οι άνεργοι κυριαρχούν στην εκλογική βάση του κόμματος, ένα μεγάλο μέρος αυτής αποτελείται από υπαλλήλους γραφείου, δημοσίους υπαλλήλους και αυτοαπασχολούμενους. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας έχουν χάσει ψηφοφόρους που έχουν στραφεί στο AfD τα τελευταία χρόνια.

Και το σημαντικότερο είναι ότι η άνοδος του AfD έλαβε χώρα παράλληλα με τη γενικότερη ενίσχυση της ριζοσπαστικής δεξιάς. Τα τελευταία χρόνια, ριζοσπαστικά δεξιά δίκτυα έχουν ανακαλυφθεί στην αστυνομία και στον στρατό. Η βία έχει διαχυθεί στους δρόμους. Τον Φεβρουάριο του 2020, οι υπέρμαχοι της λευκής υπεροχής σκότωσαν εννέα ανθρώπους άλλου χρώματος στην πόλη Χάναου. Το πρώτο εννεάμηνο του 2022, σημειώθηκαν 65 επιθέσεις κατά δομές προσφύγων – περισσότερες από μία την εβδομάδα. Το AfD δεν είχε άμεσο ρόλο σε αυτές τις επιθέσεις. Αλλά αναμφίβολα συνέβαλε στη δημιουργία ενός πολιτικού κλίματος που ενθαρρύνει τη θανατηφόρα βία. Στην περίπτωση της δολοφονίας ενός φιλομετανάστη πολιτικού το 2019, ο δράστης, ένας νεοναζί, ήταν ενεργός οπαδός του κόμματος.

Ωστόσο, παρά τους κινδύνους αυτούς, άλλα κόμματα και θεσμοί απέτυχαν να εγείρουν ένα τείχος γύρω από το AfD. Σε τοπικό επίπεδο, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι έχουν συνεργαστεί με το κόμμα σε αρκετές περιπτώσεις, όταν τους εξυπηρετεί. Ακόμη και η Aριστερά δεν έχει ανοσία στην επιρροή του AfD: η Sahra Wagenknecht, η πλέον προβεβλημένη εκπρόσωπος του Κόμματος της Αριστεράς, έχει υιοθετήσει πολλά θέματα συζήτησης της ακροδεξιάς, βάλλοντας κατά των “περίεργων μειονοτήτων”, διαδίδοντας θεωρίες συνωμοσίας για τον κορονοϊό και ασπαζόμενη ρωσικά αφηγήματα όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υιοθέτηση θέσεων του AfD μπορεί να οφείλεται στην πεποίθηση ότι αυτός είναι ένας τρόπος να κερδίσουν ξανά ψηφοφόρους. Σε άλλες, φαίνεται ότι τα παραδοσιακά κόμματα χρησιμοποιούν την παρουσία του AfD ως άλλοθι προκειμένου να κινηθούν σύμφωνα με τα πιστεύω τους. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι στρατηγικές αυτές είναι απίθανο να έχουν αποτέλεσμα. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο ενστερνισμός της ακροδεξιά ελάχιστα περιορίζει τη μεγέθυνσή της.

Η Γερμανία έχει εν γένει επαινεθεί ότι κρατά μακρυά την ακροδεξιά. Αν και πράγματι το AfD δεν είναι τόσο ισχυρό όσο τα εθνικιστικά κόμματα στη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ουγγαρία, η Γερμανία έχει αποτύχει εν τούτοις να περιορίσει τις εξτρεμιστικές δυνάμεις στο πολιτικό περιθώριο. Ακόμη κι αν το AfD συνεχίζει να συγκεντρώνει μεταξύ 10% και 15% των ψήφων, θα πρέπει να αναρωτηθούμε με τι είδους κανονικότητα αρχίζουμε να εξοικειωνόμαστε.

Η επέλαση του Reichsbürger και η 10η επέτειος του AfD θα πρέπει να αποτελέσουν λόγο προβληματισμού: η αξιολόγηση των λόγων στους οποίους οφείλεται η επιτυχία του κόμματος έχει καθυστερήσει πολύ. Πέραν αυτού, είναι καιρός να υιοθετήσουμε ένα νέο αντιφασιστικό “Haltung” – μια ξεκάθαρη στάση. Τέρμα η συγκατάβαση, η εναρμόνιση και η συνεργασία.

*Ο Lukas Hermsmeier είναι δημοσιογράφος. Έχοντας έδρα του τη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, αρθρογραφεί στα Zeit Online, Die Tageszeitung και The Nation.

capital.gr