Σε κρίσιμη κατάσταση τα δημόσια οικονομικά στη Γερμανία, προειδοποιεί το Ελεγκτικό Συνέδριο

Το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), οι Πράσινοι και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα δαπανών καθώς συμφώνησαν στις προπαρασκευαστικές συζητήσεις να υπάρξει από το 2023 επιστροφή στα όρια του χρέους και να αποφευχθούν οι αυξήσεις φόρων.

Πηγές με γνώση των διαβουλεύσεων των κομμάτων δήλωσαν στο Reuters την περασμένη εβδομάδα ότι οι εκπρόσωποί τους συζητούσαν την αύξηση του ομοσπονδιακού δανεισμού το επόμενο έτος για να καταστεί εφικτή μία εφάπαξ ενίσχυση με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ του κρατικού επενδυτικού ταμείου για το κλίμα.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, όμως, προειδοποίησε κατά της δημοσιονομικής γενναιοδωρίας με έκθεσή του προς τη γερμανική Βουλή (Μπούντεσταγκ).

«Η κατάσταση είναι σοβαρή. Για να γίνουν τα δημόσια οικονομικά βιώσιμα ξανά, η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να δράσει τώρα», ανέφερε, προσθέτοντας: «Η αναμονή και η ελπίδα για καλύτερες οικονομικά εποχές δεν θα αρκούν για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας».

Το Βερολίνο «αντιμετωπίζει πληθώρα δημοσιονομικών προβλημάτων και προκλήσεων για τα οποία δεν έχουν βρεθεί ακόμη λύσεις», ανέφερε το Ελεγκτικό Συνέδριο, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τον αγώνα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τη γήρανση του πληθυσμού και τον κίνδυνο αυξήσεων των επιτοκίων.

Ο Επίτροπος του Συνεδρίου για την αποτελεσματικότητα της διοίκησης συνέστησε «πάγωμα των δαπανών, που απαιτεί τη χρηματοδότηση κάθε νέου μέτρου με τον αντίστοιχο τερματισμό άλλων μέτρων».

Οι οικονομικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης, οι προβλέψεις των οποίων καθοδηγούν τη δημοσιονομική πολιτική της, αναθεώρησαν προς τα κάτω την πρόβλεψή τους για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.

Σε έκθεσή τους, που δόθηκε στη δημοσιότητα, προβλέπουν ανάπτυξη 2,7% για το 2021 έναντι 3,1% που προέβλεπαν τον Μάρτιο, λόγω της στενότητας στην εφοδιαστική αλυσίδα και περιορισμών της παραγωγικής δυναμικότητας της παγκόσμιας οικονομίας.

«Τα παγκόσμια προβλήματα στις μεταφορές και στην παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων επηρεάζουν τη γερμανική βιομηχανία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένη στις παγκόσμιες αλυσίδες αξιών.

Η αύξηση του κόστους ενέργειας, πρώτων υλών και μεταφοράς επιβαρύνει τα περιθώρια κέρδους των εταιριών και είναι πιθανό να μετακυλίεται – τουλάχιστον εν μέρει – στον καταναλωτή», επισημαίνεται στην έκθεση των «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας, η οποία ταυτόχρονα αναφέρει ότι αν η ιδιωτική ζήτηση για υπηρεσίες και βιομηχανικά προϊόντα εξομαλυνθεί το επόμενο έτος, η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίσει να επιταχύνεται. Για το 2022 εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 4,6%.

Μεταξύ των κινδύνων που διακρίνουν οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι είναι το νέο κύμα της πανδημίας και τα παρατεταμένα προβλήματα στις παραδόσεις των αγαθών. Αυτές οι δύο παράμετροι ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο και την πρόβλεψη για την ανάπτυξη το 2022, διευκρινίζεται.

Το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 5,9% το 2020 σε 5,7% το 2021 και 5,1% το 2022, αν και η πανδημία εγκυμονεί κινδύνους και για την ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. «Εάν υπάρξουν ξανά περιορισμοί, για παράδειγμα στην εστίαση, η θετική τάση θα είναι τελικά πιο ασθενής», τονίζεται.

europolitis.eu